Δεν μπορώ να θυμηθώ τη μέρα που πέθανα. Ήμουν κουκουλωμένη με μια παλιά κουβέρτα γιατί έκανε ψύχρα εκεί κοντά στη μεγάλη λίμνη. Οι άλλοι είχαν φύγει και με φώναζαν μέσα από τα νερά. Όμως εγώ, λίγο ακόμα, έλεγα, λίγο ακόμα να ετοιμαστώ. Κι ύστερα ο χρόνος έγινε μια λεία γλιστερή επιφάνεια και με πήρε μαζί του. Με πήρε, όπως ήμουν, μια φούχτα ερείπια. Και δεν θυμούμαι πια. Μόνον εκείνη η ερειπωμένη αίσθηση στην ψυχή μου που πονούσε.
Πόνος. Τόσο ευλογημένος, έλεγα, τόσο ευλογημένος. Όμως κανείς δεν κατάλαβε. Όλοι προχωρούσαν πίσω από τον Κήρυκα, ένα πρόσωπο σκοτεινό που μας οδηγούσε ανοίγοντας δρόμο μέσα στα νερά. Δεν κατάλαβα πού μας πήγαινε. Κανείς δεν κατάλαβε. Και μόνον όταν μας είπε ότι