Καθώς μια θεωρία συνωμοσίας έρχεται να ρίξει φως στον θάνατό της, ο μεγάλος έρωτάς της παραμένει στις σκιές
Τα λάστιχα της μαύρης Mercedes S-280 στριγγλίζουν καθώς ο οδηγός της, Χένρι Πολ, πατάει το γκάζι με δύναμη έξω από το ξενοδοχείο Ritz στο Παρίσι. Ο δρόμος για τη Λεωφόρο Φος μοιάζει ακίνδυνος. Είναι Κυριακή 31 Αυγούστου του 1997 και είναι περασμένα μεσάνυχτα. Τα λάστιχα ακούγονται για μία ακόμη - τελευταία - φορά και το αυτοκίνητο καρφώνεται με μεγάλη ταχύτητα στον 13ο πυλώνα στο εσωτερικό του τούνελ Pont de l'Alma. Ο Ντόντι Αλ Φαγιέντ και ο οδηγός σκοτώνονται ακαριαία. Ο σωματοφύλακας Τρέβορ Ρις Τζόουνς θα επιβιώσει από τη σφοδρή σύγκρουση, αλλά η Νταϊάνα δεν θα έχει την ίδια μοίρα. Η πριγκίπισσα της Ουαλλίας φέρει πολλαπλά τραύματα. Της παρέχονται οι πρώτες βοήθειες και μεταφέρεται στο νοσοκομείο με τους χτύπους της καρδιάς της να στέλνουν δυσάρεστα μηνύματα. Μέσα στις επόμενες δύο ώρες θα αφήσει την τελευταία της πνοή στο Pitié-Salpêtrière.
Ποιος σκότωσε την πριγκίπισσα
Λίγες μόνο ημέρες πριν από τη συμπλήρωση 16 χρόνων από τότε που η πριγκίπισσα Νταϊάνα και ο τότε σύντροφός της, Ντόντι Αλ Φαγιέντ, έχασαν τη ζωή τους και έναν μήνα πριν από την προβολή της ταινίας «Νταϊάνα», με πρωταγωνίστρια τη Ναόμι Γουότς, η οποία εστιάζει στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της Lady D, νέα στοιχεία για τις συνθήκες του δυστυχήματος εξετάζονται από τις Αρχές. Η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου αξιολογεί «τη συνάφεια και την αξιοπιστία πληροφοριών οι οποίες ελήφθησαν πρόσφατα», ενώ οι επιτελείς της Σκότλαντ Γιαρντ εμφανίζονται εξαιρετικά προσεκτικοί και υπογραμμίζουν ότι η αξιολόγηση των νέων δεδομένων «δεν αποτελεί επανέναρξη της έρευνας». Ακόμη, όμως, και αν οι πιο ειδικοί υποστηρίζουν ότι μια τέτοια διαδικασία περιλαμβάνει αποκλειστικά διάβασμα «χαρτούρας» και πνιχτά γελάκια πριν από το απογευματινό τσάι, η συγκεκριμένη είδηση αρκούσε για να πάρει φωτιά το Διαδίκτυο και για να επανέλθουν στο προσκήνιο - αν έφυγαν ποτέ - οι θεωρίες συνωμοσίας για τον θάνατο της πριγκίπισσας.
Από την τραγική εκείνη νύχτα του Αυγούστου οι συνθήκες του δυστυχήματος απασχόλησαν όσο λίγα γεγονότα τις αστυνομικές αρχές. Η διεξαγωγή της τελευταίας μεγάλης έρευνας έληξε το 2006, κόστισε 3,7 εκατ. στερλίνες και είχε αποτέλεσμα μια έκθεση 832 σελίδων, ενώ το 2008 περαιτέρω έρευνα, που κράτησε έξι μήνες και κόστισε τουλάχιστον 7 εκατομμύρια στερλίνες, κατέγραψε μαρτυρίες από 250 ανθρώπους για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος της Νταϊάνα και του Ντόντι Αλ Φαγιέντ προκλήθηκε από την αμέλεια του οδηγού και των παπαράτσι που τους ακολουθούσαν.
Τα σενάρια, όμως, δεν σταμάτησαν εκεί. Από τις πιο γραφικές εκδοχές που θέλουν τη σύγκρουση του αυτοκινήτου να μη συνέβη ποτέ - η Mercedes υποτίθεται ότι καταστράφηκε σε θραυστήρα αυτοκινήτων - και την πριγκίπισσα να δολοφονείται σε ψεύτικο ασθενοφόρο, μέχρι τις λίγο πιο ρεαλιστικές, που βρίσκουν ένθερμη υποστήριξη στο πρόσωπο του πατέρα του Ντόντι, Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, και θέλουν την Νταϊάνα να πέφτει θύμα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, σε μια συνωμοσία που εμπλέκει και μέλη της βασιλικής οικογένειας αφού «ο γιος του ήταν ένας μουσουλμάνος που επρόκειτο να παντρευτεί τη μητέρα του μελλοντικού βασιλιά της Αγγλίας», βρίσκουν ακόμη ευήκοα ώτα. Ο στενός κύκλος της Νταϊάνα, πάντως, φαίνεται ότι δεν περίμενε τις έρευνες για να πειστεί για το αβάσιμο των συγκεκριμένων ισχυρισμών. Η πριγκίπισσα όχι μόνο δεν σχεδίαζε να παντρευτεί τον Ντόντι, και δεν εγκυμονούσε το παιδί του, αλλά στην πραγματικότητα εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη με έναν καρδιοχειρουργό από το Πακιστάν. Τον Χασνάτ Καν.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας
Η συνάντηση έγινε τυχαία. Σύμφωνα με το τεύχος Σεπτεμβρίου 2013 του περιοδικού «Vanity Fair», την 1η Σεπτεμβρίου του 1995 ο χειρουργός βγήκε στον προθάλαμο του Royal Brompton Hospital για να ενημερώσει την Ούνα Τοφόλο, μια εναλλακτική θεραπεύτρια που εμπιστευόταν τον βελονισμό, ότι ο σύζυγός της θα ξαναέμπαινε εσπευσμένα στο χειρουργείο. Η Τοφόλο τότε τον σύστησε στη γυναίκα που βρισκόταν στο πλευρό της - η οποία τύχαινε να είναι και η πιο διάσημη γυναίκα στον πλανήτη -, στην πριγκίπισσα Νταϊάνα. Ο χειρουργός κούνησε το κεφάλι χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία και επέστρεψε στα καθήκοντά του, ωστόσο η Λαίδη Ντι δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες αντιδράσεις. Αμέσως σχολίασε με θαυμασμό το παρουσιαστικό του γιατρού, ενώ είχε συγκρατήσει και το όνομά του, που ήταν γραμμένο στα παπούτσια του: Χασνάτ Καν. Από εκείνη την ημέρα θα εμφανιζόταν καθημερινά στο νοσοκομείο.
Η πριγκίπισσα της Ουαλλίας περνούσε δύσκολες ημέρες. Είχε πλέον χωρίσει επίσημα με τον Κάρολο - από το 1992 - και αποζητούσε να ξεφύγει και να ζήσει μια απλή καθημερινότητα, αφού είχε ήδη πληγωθεί αρκετά. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι εκείνη δεν είχε μπει στη βασιλική οικογένεια για να γίνει πριγκίπισσα, αλλά για να γίνει βασίλισσα. Πλέον ζούσε μόνη της στο παλάτι του Κένσινγκτον και προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής της στο νοσοκομείο, η Νταϊάνα βρέθηκε στο ασανσέρ μόνη με τον Χασνάτ. Το βλέμμα τους συναντήθηκε και εκείνη έμεινε να κοιτάζει τα σκούρα καστανά μάτια του. Από εκείνη τη στιγμή τούς πήρε περίπου δύο εβδομάδες για να κανονίσουν το πρώτο ραντεβού. Ηταν μέσα Σεπτεμβρίου πια όταν ο Χασνάτ τής πρότεινε να τον συνοδεύσει σε μια επίσκεψη που θα πραγματοποιούσε στους θείους του στο Στράτφορντ-Απόν-Εϊβον για να πάρει κάποια βιβλία. «Δεν περίμενα στιγμή ότι θα έλεγε ναι» θυμάται ο χειρουργός, σύμφωνα με την κατάθεσή του στην αστυνομία. Επειτα από εκείνη τη μονοήμερη απόδραση η φιλία τους πέρασε σε διαφορετικό επίπεδο.
Μια επικίνδυνη σχέση
Τα επόμενα δύο χρόνια θα στιγματίζονταν από την πιο σημαντική σχέση της Νταϊάνα μετά τον γάμο της με τον πρίγκιπα Κάρολο - η νέα ταινία «Νταϊάνα» εστιάζει, άλλωστε, σε αυτό το διάστημα και στο συγκεκριμένο ειδύλλιο. Για την 35χρονη πριγκίπισσα ο συνομήλικός της Χασνάτ δεν αντιπροσώπευε μόνο ένα παράνομο ρομάντζο. Ηταν μια δόση απλής καθημερινότητας, μια ζωή μακριά από το εχθρικό περιβάλλον και ένας άνδρας που θα μπορούσε να της δώσει τα απλά πράγματα που αναζητούσε στο κυνήγι της προσωπικής ευτυχίας. Ο Καν είχε το προφίλ σοβαρού επαγγελματία και συγκροτημένου ανθρώπου και έκανε την Νταϊάνα να ερωτευτεί την απλότητά του. Εκείνη επισκεπτόταν το μικρό διαμέρισμά του και καθάριζε, έπλενε τα πιάτα και δίπλωνε τα ρούχα. Μάζευε τα κουτάκια από τις Guinness και άκουγε τζαζ με τον σύντροφό της, ενώ στεκόταν και σε ουρές για να παρακολουθήσει κάποιες παραστάσεις αργά τη νύχτα. Ο Χασνάτ ήταν «ο κύριος της διπλανής πόρτας». Καθόλου εκκεντρικός και συνάμα γεμάτος καθημερινές έγνοιες. Το ζευγάρι, μάλιστα, που απέφευγε με κάθε τρόπο τα φώτα της δημοσιότητας, αν και περνούσε αρκετό χρόνο στο παλάτι του Κένσινγκτον, όταν αποφάσιζε να βγει, κυκλοφορούσε στη γειτονιά του Χασνάτ, με την πριγκίπισσα να καμουφλάρεται φορώντας περούκα και γυαλιά ηλίου.
Ο σύντροφός της εργαζόταν σκληρά και όταν δεν επενέβαινε σε ανθρώπινα όργανα, κοιμόταν. Αυτό το πρόγραμμα δεν ταίριαζε στην Νταϊάνα, η οποία συνήθιζε να παίρνει τηλέφωνο στο νοσοκομείο και να αφήνει μηνύματα χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα - με πρώτη επιλογή το Dr. Armani -, ενώ επισκεπτόταν και αργά τη νύχτα το νοσοκομείο. Τίποτα δεν τη σταματούσε.
Ο Χασνάτ, βέβαια, αντιλαμβανόταν - κάθε ημέρα και περισσότερο - ότι με τη συγκεκριμένη γυναίκα δεν θα μπορούσε να έχει μια φυσιολογική σχέση. Γνώριζε καλά, άλλωστε, ότι και προτού ανεβεί τα σκαλιά της εκκλησίας με τον Κάρολο η ίδια ήταν μέλος μιας αριστοκρατικής οικογένειας. Σύμφωνα όμως με το αποκαλυπτικό δημοσίευμα του «Vanity Fair», η Νταϊάνα συζητούσε ακόμη και για γάμο, ενώ διάφορες πηγές ήθελαν την πριγκίπισσα να φαντάζεται τη ζωή της στο πλευρό του μαζί με μια κόρη. Τον σύστησε στους γιους της και έψαχνε ακόμη και τρόπο να πραγματοποιήσει ένα κρυφό μυστήριο. Το συγκεκριμένο σενάριο, βέβαια, ήταν ουτοπικό. Ο μόνος τρόπος να επιδιώξει μια κανονική ζωή μακριά από τη δημοσιότητα ήταν να μετακομίσει στο Πακιστάν και η Νταϊάνα, παρ' ότι το σκεφτόταν σοβαρά, ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Είχε δύο γιους και ο αγαπημένος της προερχόταν από μια παραδοσιακή οικογένεια όπου «η νύφη από τη Βρετανία» αποτελούσε συνώνυμο του χειρότερου εφιάλτη.
Τόνοι μελάνι
Η σχέση της Νταϊάνα με τα media ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της. Ηταν το φόντο της καθημερινότητάς της, που ακροβατούσε ανάμεσα στο δίπολο του αναγκαίου και του μισητού. Ο Τύπος, βέβαια, ήταν από παλιά στο πλευρό της και είχε κατηγορήσει απροκάλυπτα τον Κάρολο για τη δυστυχία της. Λίγα πράγματα μπορούσαν να πάνε στραβά για να χαλάσει η εικόνα της «αγαπημένης πριγκίπισσας του λαού». Η ίδια, πάντως, φαίνεται ότι εκμεταλλεύθηκε κάποιες φορές την εύνοια των δημοσιογράφων και ειδικά όταν έβλεπε ότι δημοσιεύματα για τη σχέση της με άλλους άνδρες - χωρίς στέμμα - τυπώνονταν συχνά στις ταμπλόιντ εφημερίδες. Ιδιαίτερα τα άρθρα που την ήθελαν να έχει συνάψει σχέση με έναν παντρεμένο αστέρα του ράγκμπι δεν αναδείκνυαν το προφίλ της πριγκίπισσας που είχε πιαστεί στα δίχτυα του έρωτα.
Νωρίς στη σχέση της με τον Χασνάτ, στις 30 Νοεμβρίου του 1995, οι μεταμεσονύχτιες επισκέψεις στο νοσοκομείο σταμάτησαν απότομα, αφού ένας φωτογράφος τής ζήτησε εξηγήσεις στην είσοδο. Πλέον γνώριζε καλά πώς να αντιδράσει. Πήρε το κινητό τηλέφωνό του και μίλησε στον επίσημο ανταποκριτή της εφημερίδας για να του εξηγήσει ότι επισκεπτόταν το Royal Brompton αρκετές φορές την εβδομάδα καθώς έβλεπε ασθενείς που βρίσκονταν σε τελικά στάδια του καρκίνου. Το άρθρο με τίτλο «Οι κρυφές νύχτες μου σαν άγγελος» τυπώθηκε τρεις ημέρες αργότερα. Η αναφορά στο ράγκμπι δεν αποφεύχθηκε βέβαια, ωστόσο η Νταϊάνα ήταν αποφασισμένη να το ανεχτεί για να κρατήσει την πραγματική σχέση της μακριά από τα πρωτοσέλιδα. Και η αλήθεια είναι ότι τα κατάφερε καλά για τους περισσότερους μήνες του 1996. Τον Οκτώβριο, όμως, η «Sunday Mirror» φιλοξένησε το άρθρο που και οι δύο απεύχονταν. Η Νταϊάνα έσπευσε να το διαψεύσει κατηγορηματικά.
Το άδοξο τέλος
Οσο και αν ο Χασνάτ ήθελε να κρατήσει τη σχέση τους κρυφή, το να βλέπει τη σύντροφό του να τα αρνείται όλα με τέτοιον τρόπο δεν μπορούσε παρά να τον πληγώνει και να τον επαναφέρει βίαια στην πραγματικότητα. Μια φυσιολογική ζωή με την Νταϊάνα στο πλευρό του δεν αποτελούσε εφικτό σενάριο. Στις αρχές του 1997, η πριγκίπισσα γνώριζε καλά ότι ο σύντροφός της δεν είχε σκοπό να την παντρευτεί. Είχε ήδη στρέψει το ενδιαφέρον της σε νέες φιλανθρωπικές ασχολίες και με το διαζύγιο πλέον στα χέρια της - είχε βγει επίσημα στις 4 Ιουλίου του 1996 - έψαχνε τρόπους να περνάει χρόνο με τους δύο γιους της σε μέρη που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τη ζωή στο παλάτι. Οταν ο Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ την προσκάλεσε τον Ιούλιο να περάσει μία εβδομάδα στη βίλα του στο Σεν-Τροπέ, η Νταϊάνα δεν έχασε την ευκαιρία. Ο γιος του μεγιστάνα, Ντόντι, μάλιστα, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι με την τότε σύντροφό του, το γνωστό μοντέλο Κέλι Φίσερ, έσπευσε να κάνει παρέα στην πριγκίπισσα και στα αγόρια της.
Ο Χασνάτ είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η Νταϊάνα επέστρεψε στο Λονδίνο στις 27 Ιουλίου και μία ημέρα αργότερα του ανακοίνωσε ότι η σχέση τους είχε τελειώσει. «Εχεις πεθάνει» φαίνεται να της απάντησε εκείνος αναφερόμενος στην υπόληψή της, αφού ήταν σίγουρος ότι είχε μπλέξει με κάποιον από τον κύκλο του Αλ Φαγιέντ. Ο Χασνάτ προσπάθησε να επικοινωνήσει με την Νταϊάνα τη μοιραία νύχτα, αλλά εκείνη είχε αλλάξει αριθμό - όπως συνήθιζε να κάνει για να αποφεύγει τους δημοσιογράφους, αλλά και όσους προσπαθούσαν να την παρακολουθήσουν. Πήγε στην κηδεία της φορώντας γυαλιά ηλίου και ήταν λιγομίλητος. Σήμερα, σύμφωνα με το «Vanity Fair», κατοικεί στη Βρετανία και μετά την καρμική σχέση του με την πριγκίπισσα της Ουαλλίας είχε δύο δεσμούς και έναν γάμο που δεν κράτησε πολύ. Το σίγουρο είναι ότι η διακριτικότητά του υπήρξε το μεγαλύτερο δώρο του προς την Νταϊάνα. Ενα δώρο που την επιβεβαίωσε με κάθε τρόπο. «Ολοι με ξεπουλάνε» συνήθιζε να λέει. «Ο Χασνάτ είναι ο άνθρωπος που ποτέ δεν το έκανε αυτό». Ούτε στη ζωή ούτε στον θάνατο...
Bημα