Όταν πια έφτασε ήταν ήδη αργά. Είχε ασθενήσει, είπαν, ήταν βαριά η αρρώστια του και δεν υπήρχε γιατρειά. Μάλιστα η Μάρθα είχε πάψει πια να θρηνεί και πίστευε πως τούτο ήταν, καθώς λένε θέλημα Θεού. Η Μαρία πάλι είχε απομείνει έξω από τον τάφο, ένα ταπεινό ανάχωμα και εκεί στεκόταν ολημερίς, προσευχόμενη για την ψυχή του αδερφού της.
Εκείνος που θα κατέφτανε ειδοποιήθηκε για το χαμό του αδελφικού του φίλου και αισθάνθηκε έτσι για πρώτη φορά πως εμπρός Του προσμένει ο χαμός. Έκλαψε Εκείνος, έπεσε στο χώμα και άκουγε γύρω το θάνατο που τριγυρνούσε σαν άνεμος και σαν λύκος. Έκλαψε Εκείνος, είχε το πρόσωπό Του μες στα χέρια, σε κανέναν δεν μιλούσε. Κρατούσε βουβή και ασήκωτη τη θλίψη μέσα Του, προσδοκούσε το σταυρό, τα βάσανα, τα σίδερα που θα άνοιγαν το καινούριο, κάποτε φως, την
καινούρια, ασίγαστη πηγή. Ήταν καλοί και αγαπημένοι φίλοι με τον Λάζαρο. Μα δεν απόρησε που ο εγκάρδιος σύντροφος της καρδιάς εξαντλήθηκε και εχάθη από το πρόσωπο του κόσμου. Δεν λυπήθηκε παρά για τον εαυτό του τον ίδιο, διότι γνώριζε και κατείχε τη συνείδηση του μαρτυρίου ώσπου ολόκληρος να ακεραιωθεί μες στους καιρούς. Η Μάρθα χάρηκε που Τον αντίκρισε, καθώς εισερχόταν στην πόλη της Βηθανίας.
Έτρεξε κοντά Του, Τον αγκάλιασε, έπειτα κοίταξε βαθιά στα μάτια Του και εννόησε το φόβο και την αγάπη και την τρυφερότητα που άρχεται από τα χέρια και φωλιάζει μες στις καρδιές και παρηγορεί. Διότι συλλογίστηκε η Μάρθα και σιγά, σχεδόν αθόρυβα πως έτσι τελειώνει επιτέλους η επιβίωση και στέκει η θλίψη μας αφετηρία της ζωής. Εκείνος την άκουσε, κράτησε το πρόσωπό της με τα ισχνά, απόκοσμα χέρια Του, η αφή συνιστά την πρώτη των ανθρώπων γλώσσα. Ντυμένες με την ντροπή και τη λύπη οι δυο γυναίκες πλησίασαν και έκλαψαν τρυφερά γύρω από Εκείνον. Ο ήλιος, ένα κομμάτι τσίγκος, μες στην ώχρα κρεμασμένος από τα μεγάλα σχοινιά του ουρανού έπεφτε τώρα και θα πνιγόταν, η μέρα γερασμένη γυναίκα που στάθηκε για να πεθάνει.
Οι δυο γυναίκες δεν μίλησαν, μόνο άφησαν τη λογική της απελπισίας, έτσι παράδοξη και οξεία, να ακμάσει, την άφησαν να καίει ετούτο το πολύτιμο που κρατούμε μες στους κόρφους μας. Εκείνος θέλησε να απομείνει μόνος, είπε πηγαίνετε γυναίκες και πέρα η νύχτα έπεφτε μαύρη, μεγάλη πέτρα επάνω στα μάτια και έφεγγαν με έναν τρόπο φοβερό και αλλόκοτο όλα τα πράγματα και οι άνθρωποι και από τον τάφο αναδύονταν χελιδόνια.
Μαύρη πόρτα έρημης, επαρχιακής εκκλησιάς η νύχτα της πόλεως Βηθανίας. Ετούτο ήταν κάτι μοναδικό και ανεξήγητο και όλοι Τον αφήσαν μόνο να θρηνήσει και κλειστήκαν στα εβραϊκά σπίτια τους, προχωρώντας ένα ακόμη βήμα προς τη σοβαρή και αποφασιστική μέρα του θανάτου.Εκείνος δάκρυζε και εμπρός Του το βουβό σπίτι του θανάτου που είναι φτιαγμένο από χώμα και φωνές τρυγονιών που καίνε και σπαράζονται.
Ζήτησε να μείνει δίχως τις γυναίκες. Ο νεκρός ήταν φρέσκος και το πένθος βαρύ γιατί ο Λάζαρος ήταν καλός και αγαπημένος άνθρωπος. Τώρα το στόμα και τα μάτια του κλεισμένα μπαλκόνια δίχως φως, τώρα πλήθος νυχτερινοί κήποι, αναβ λύζοντες στο στόμα του νεκρού. Στις παλαιές δέλτους των συμβάντων πρόκειται να αναγραφεί το σκοτάδι που συντρίβεται διά παντός και όλα τα φώτα του κόσμου αναμμένα έπειτα, γεροί, ολοζώντανοι πυρσοί
Η πίστη, η μουσική και ο λόγος χρειάζονται την υπομονή και την προσπάθεια.Ήταν έκτοτε προικισμένος με φτερά Εκείνος και θα έμπαινε μες στα σπίτια σαν ελπίδα, τέλειος και ολόκληρος και όλοι, ο Λάζαρος, η Μάρθα, εσύ, η Μαρία, άνθρωποι αθώοι ανάμεσα σε ανθρώπους και ρυθμούς. Παρέμεινε Εκείνος έξω στη νύχτα για πάντα με δυο ήμερα μάτια, ήσυχος σαν τα ενύπνια παιδιά, σαν την ειρήνη, σαν τον νεκρό της πόλεως Βηθανίας.
Aναδημοσίευση
Διαβάστε περισσότερα http://ektiesthisi.blogspot.com/2013/04/blog-post_26.html#ixzz2yAizSe38
No Response to "Ακολουθώντας έναν σύγχρονο “Χριστό” στην Σταύρωση"
Δημοσίευση σχολίου