Ο άγιος Αθανάσιος, τον οποίο η Εκκλησία προσονόμασε “Μέγαν” για την ξεχωριστή αρετή του, τον αδαμάντινο χαρακτήρα του και τους σθεναρούς αγώνες που διεξήγαγε προς αντιμετώπιση του κινδύνου της Ορθοδοξίας από την αίρεση του αντίχριστου Αρείου, υπήρξε μεγάλη ιστορική μορφή μιας από τις πλέον σημαντικές περιόδους της ανθρωπότητας. Τότε δηλαδή που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διαπιστώνοντας την αδυναμία της να καταπνίξει τον Χριστιανισμό με βάρβαρους διωγμούς, αναγκάστηκε να τον αναγνωρίσει και να στηρίξει σ’ αυτόν την παράταση της ζωής της. Οι λεπτομέρειες της ζωής και του έργου του αγίου Αθανασίου δίνουν μια πολύ παραστατική εικόνα της ταραχώδους εκείνης εποχής, κατά την οποία έπνεε τα λοίσθια η αρχαία θρησκεία, η ειδωλολατρία, και θέτονταν τα θεμέλια του κράτους σε νέα θρησκευτική βάση, στη χριστιανική θρησκεία• και επιπλέον
διεξάγονταν συζητήσεις και συγκαλούνταν τοπικές και οικουμενικές Σύνοδοι για τη διατύπωση των δογμάτων και τη ρύθμιση θεμάτων αφορώντων στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας.
β.’ Καταγωγή και μόρφωση του Μ. Αθανασίου
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 295 μ.Χ. από Έλληνες χριστιανούς γονείς, οι οποίοι τον γαλούχησαν και τον ανέθρεψαν με τα νάματα της χριστιανικής και ελληνικής παιδείας. Ο Αθανάσιος διακρινόταν, από τη μικρή του ηλικία, για τη μεγάλη ευφυΐα του, την ολόψυχη αγάπη του προς την Εκκλησία και την έφεση για μάθηση. Μετά τα εγκύκλια γράμματα, πραγματοποίησε ανώτερες θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές στις ακμάζουσες τότε σχολές της Αλεξάνδρειας και μελέτησε εις βάθος την Αγία Γραφή, τους προ αυτού Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, καθώς επίσης και τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, φιλόσοφους, ρήτορες και ιστορικούς, κυρίως δε τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Έτσι κατέστη βαθύς γνώστης της χριστιανικής και της θύραθεν (αρχαιοελληνικής) παιδείας και φιλοσοφίας.
Παράλληλα προς τη γνώση, ο Αθανάσιος καλλιεργούσε και τον ενάρετο βίο και την αγάπη και προσήλωση στον Χριστό, στην Εκκλησία και στην Ορθοδοξία, προς χάριν της οποίας υπέστη ανήκουστους κατατρεγμούς, διώξεις και εξορίες. Η απεριόριστη αγάπη του προς τον Χριστό και την Εκκλησία πιστοποιείται και από τον εξής θρύλο: Κάποτε, κατά την παιδική του ηλικία, παίζοντας κοντά στη θάλασσα, βάφτισε μερικά παιδιά ειδωλολατρών και, επειδή τήρησε όλους τους κανόνες της σχετικής εκκλησιαστικής τελετής, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Αλέξανδρος Α’ (313-328) αναγνώρισε ως έγκυρες τις βαπτίσεις αυτές του νεαρού Αθανασίου και τον ανέλαβε υπό την προστασία του, ενδιαφερθείς πολύ για τη μόρφωσή του.
Εν συνεχεία ο πατριάρχης Αλέξανδρος, εκτιμώντας την αρετή, τη μόρφωση και τα διαλεχτά προσόντα του Αθανασίου, τον προσέλαβε στο Πατριαρχείο ως γραμματέα και του απένειμε τον ιερατικό τίτλο του “αναγνώστη”. Ακολούθως, σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών, τον χειροτόνησε διάκονο. Νεαρός δε ακόμη στην ηλικία ο Αθανάσιος, γνωρίστηκε με τον περίφημο ασκητή της ερήμου, τον Μέγα Αντώνιο (250-355 μ.Χ), έμεινε κοντά του κάμποσο χρονικό διάστημα και έδρεψε από αυτόν εύχυμους πνευματικούς καρπούς. Σεβόταν μάλιστα και εκτιμούσε τόσο πολύ ο Μέγας Αθανάσιος τον Μέγα Αντώνιο, ώστε αργότερα συνέγραψε μια περισπούδαστη βιογραφία του μεγάλου ασκητή της ερήμου.
γ.’ Αγώνες για την Ορθοδοξία, κατατρεγμοί και εξορίες
Κατά το έτος 318 μ.Χ., όταν ο Αθανάσιος ήταν είκοσι τριών ετών, έκαμε τη θορυβώδη εμφάνισή της στην Αλεξάνδρεια η αίρεση του Αρείου, ο οποίος διακήρυττε με τα κηρύγματά του και τις συγγραφές του ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αλλά κτίσμα του Θεού. Μετά από τρία χρόνια η αίρεση αυτή εμφανιζόταν και υπό φιλοσοφικό μανδύα και άρχισε να βρίσκει πολλούς οπαδούς και να κλονίζει τα θεμέλια της ευαγγελικής Πίστεως. Για το θέμα αυτό κρίθηκε αναγκαίο να συγκληθεί Σύνοδος στην Αλεξάνδρεια, η οποία και συνήλθε, πράγματι, το έτος 321 μ.Χ. Κατά τη Σύνοδο αυτή ο Αθανάσιος, με τη θεολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση, βοήθησε πάρα πολύ τον πατριάρχη Αλέξανδρο να αντικρούσει τις κακοδοξίες του Αρείου.
Η μεγάλη μάχη όμως της Ορθοδόξου Πίστεως προς την αρειανική αίρεση δόθηκε λίγα χρόνια αργότερα, στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συνήλθε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας. Στη Σύνοδο πήρε μέρος και ο νεαρός τότε ιεροδιάκονος Αθανάσιος, συνοδεύοντας τον γηραιό πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και “του χορού των διακόνων ηγούμενος (Σωκρατ. Εκκλ. Ιστ. I 25). Εκεί ο Αθανάσιος, χάρη στη μόρφωσή του και προπαντός τη θερμουργό πίστη του, αναδείχθηκε ο πιο θαρραλέος και ακαταμάχητος αγωνιστής της Ορθοδόξου πίστεως κατά της αφέσεως του αντιχρίστου Αρείου”. Αυτός κυρίως κατατρόπωσε τη νόσο του αρειανισμού, υποστηρίζοντας, με τη θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση που διέθετε και με τη ρητορική του δεινότητα, τον όρο “ομοούσιος” (τω Πατρί) για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό. Στη διδασκαλία βασικά του Αθανασίου στηρίχτηκε η Σύνοδος αυτή και συνέταξε τα εφτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, του κοινώς ονομαζόμενου “Πιστεύω”. (Τα υπόλοιπα πέντε άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως τα συνέταξε η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ). Τοιουτοτρόπως το όνομα του Αθανασίου κατέστη τότε σύμβολο της Ορθοδοξίας στον αγώνα της προς αντίκρουση της γενικής επιθέσεως των αρειανών εναντίον της, πολλοί από τους οποίους κατείχαν υψηλές διοικητικές θέσεις.
Η προσωπικότητα και η φήμη του αγίου Αθανασίου εδραιώθηκε τόσο πολύ κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, ώστε μετά από τρία χρόνια, δηλαδή το 328 μ.Χ., όταν εξεδήμησε προς Κύριον ο γηραιός πατριάρχης Αλεξανδρείας Αλέξανδρος Α’ (313-328 μ.Χ.), ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο ο Αθανάσιος σε ηλικία τριάντα τριών ετών “ψήφω του λαού παντός”, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός στον εγκωμιαστικό λόγο του “Εις Αθανάσιον”.
Ο Αθανάσιος διατέλεσε πατριάρχης Αλεξανδρείας σαράντα έξι χρόνια και κατά το διάστημα της μακράς αρχιερατείας του υπήρξε “ο στύλος της Εκκλησίας” και ο κατ’ εξοχήν “Πατήρ της Ορθοδοξίας”. Αμέσως από της ανόδου του στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας μερίμνησε δραστηρίως για την οργάνωση της Εκκλησίας του. Περιοδεύοντας την αρχιερατική του περιφέρεια, μετέβη στη Θηβάίδα, στην Πεντάπολη, στην όαση του Αμμών και στην Κάτω Αίγυπτο, για να μελετήσει επιτοπίως τις ανάγκες του ποιμνίου του, το οποίο και τον υποδεχόταν παντού με απερίγραπτο ενθουσιασμό και αγάπη. Στις πόλεις που επισκεπτόταν εγκαθιστούσε άξιους επισκόπους, μεταξύ των οποίων και τον Φρουμέντιο, μια ξεχωριστή και με ένθεο ιεραποστολικό ζήλο προσωπικότητα. Αυτόν τον χειροτόνησε επίσκοπο Αξώμης και του παρείχε κάθε βοήθεια και υποστήριξη στην προσπάθειά του για τη διάδοση του χριστιανισμού στην Αβησσυνία.
Ο Άρειος όμως, καίτοι καθαιρέθηκε από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, και οι οπαδοί του δημιουργούσαν μεγάλα προβλήματα στον Αθανάσιο και δεν έπαυαν να συνταράσσουν την Εκκλησία. Η μεγάλη δραστηριότητα του Αθανασίου για την τακτοποίηση των εκκλησιαστικών ζητημάτων της πολύ εκτεταμένης περιφέρειας του, το μεγάλο του ενδιαφέρον για τη διάδοση του χριστιανισμού στην Αβησσυνία, η άρτια θεολογική, φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση και παιδεία, η ισχυρή προσωπικότητά του, ο αδαμάντινος χαρακτήρας του και η απεριόριστη αποδοχή από το ποίμνιο του καταθορύβησαν τον αιρεσιάρχη Άρειο και τους ομόφρονές του. Αυτοί λοιπόν σχημάτισαν τη γνώμη ότι ο Αθανάσιος, παραμένοντας στον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, θα μπορούσε να επιφέρει θανάσιμα πλήγματα στην αίρεσή τους.
Για τον λόγο αυτό οι αντίχριστοι αρειανοί άρχισαν να κατασυκοφαντούν τον Άγιο και να επιδιώκουν με ραδιουργίες και σκευωρίες να τον απομακρύνουν από τον πατριαρχικό του θρόνο. Εκείνος όμως, με σταθερές και εδραίες τις πεποιθήσεις του και με ακλόνητη την πίστη στη θεότητα του Ιησού Χριστού, υπέμεινε με ασυνήθιστο ηρωισμό τις αδυσώπητες διώξεις εκ μέρους των αντιπάλων του και τις ανίερες εις βάρος του συκοφαντίες και ραδιουργίες τους.
Οι αρειανοί, οι οποίοι επηρέαζαν ακόμη και τον αυτοκράτορα, ήταν επιτήδειοι στο να εφευρίσκουν μύριες όσες συκοφαντίες, των οποίων το ψεύδος, της μιας μετά την άλλη, αποκαλυπτόταν, και έτσι γίνονταν καταγέλαστοι εκείνοι που τις εξύφαιναν. Οι συκοφαντίες όμως αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του Αγίου από τον πατριαρχικό του θρόνο πέντε φορές και από τα σαράντα έξι της πατριαρχίας του τα δεκαέξι να τα περάσει στην εξορία.
Αφορμή για την αδυσώπητη πολεμική των αρειανών κατά του αγίου Αθανασίου στάθηκε το γεγονός ότι ο Άγιος αρνήθηκε να δεχτεί σε εκκλησιαστική κοινωνία τον Άρειο, παρά την ομολογία πίστεως που αυτός υπέβαλε το 330 ή 331 μ.Χ. στον Μέγα Κωνσταντίνο, στην οποία βέβαια ο παμπόνηρος αιρεσιάρχης απέφευγε επιμελώς να αναφέρει τις αιρετικές και κακόδοξες εκφράσεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, καίτοι εκτιμούσε και θαύμαζε πολύ τον Μέγα Αθανάσιο για το αδαμάντινο ήθος του, τη μόρφωσή του και το θάρρος του, παρασύρθηκε από τις κατά του Αγίου μηχανορραφίες των αρειανών και διέταξε τη σύγκληση Συνόδου στην Καισάρεια της Παλαιστίνης το 335 μ.Χ. προς εξέταση των κατά του Αθανασίου κατηγοριών. Τελικά η Σύνοδος συνήλθε στην Τύρο της Φοινίκης.
http://www.pemptousia.g
Συνεχίζεται..
No Response to "Μ. Αθανάσιος: Ο ηρωικότερος των αγίων και ο αγιότερος των ηρώων (1ο μέρος)"
Δημοσίευση σχολίου