Ο Πέτρος μένει εδώ και δέκα μήνες στο νεκροταφείο των ζωντανών. Τις μέρες περιπλανιέται στο σταθμό των τραίνων και παρατηρεί τα παροπλισμένα βαγόνια. Ταυτίζεται μαζί τους και προσμένει τη μέρα που θα βάλει πάλι σε μια ράγα τη ζωή του. Τα βράδια σμίγει με φίλους που ζουν κάτω από γέφυρες ή στις στοές του κέντρου. Στα μεγάλα κρύα, ξέρει πως θα τον επισκεφτεί η παλιά πνευμονία και θα τον τσακίσει ο πυρετός. Καταστρώνει σχέδια διάσωσης, επισκέπτεται φορείς και οργανώσεις, ικετεύει για ένα μεροκάματο, χτυπάει πόρτες, απελπίζεται, βυθίζεται στην απόγνωση και κάθε πρωί ξαναγεννιέται. Παραπαίει ανάμεσα στην άρνηση της οδύνης και στο
αλισβερίσι με τον εαυτό του. Να παλέψει ή να παραιτηθεί.
Σπάνια βλέπει ανθρώπινα βλέμματα. Έχει συνηθίσει να βλέπει τους ανθρώπους ανάποδα. Από κάτω προς τα πάνω. Στα είκοσι δύο του χρόνια, η ματιά του έχει καταγράψει εκατοντάδες ζευγάρια πόδια και παπούτσια. Έχει εξασκηθεί να ψυχολογεί τον περαστικό κόσμο απ’ την περπατησιά του. Αφουγκράζεται. Ξέρει ποιος θα κοντοσταθεί και θα του πετάξει ένα κέρμα στο τσίγκινο. Ποιος θα προσπεράσει αδιάφορος. Ποιος θα είναι επιθετικός και θα του κλωτσήσει τα ψιλά μακριά. Στο υπόγειο διαμέρισμα που ζούσε τις καλές εποχές, καθόταν κάθε βράδυ κάτω απ’ το μικρό φεγγίτη της κουζίνας και παρατηρούσε τη θέα των περαστικών ποδιών. Όταν σουρούπωνε, άκουγε τα βήματά της να σέρνονται στο πεζοδρόμιο. Κάθε βράδυ και πιο κουρασμένα. Βήμα και νυγμός.
Τον φίλαγε τρυφερά μόλις έμπαινε σπίτι, έβγαζε τα ρούχα της, πλενόταν και του μαγείρευε αυτοσχεδιάζοντας. Με ό,τι υπήρχε διαθέσιμο στο ντουλάπι. Τις συνταγές που ήξερε, τις είχε φυλαγμένες σ’ ένα παλιό μεταλλικό κουτί από μπισκότα βουτύρου. Δεκάδες κιτρινισμένα χαρτάκια, γραμμένα με καλλιγραφικά γράμματα και με αναλυτικές οδηγίες για την εκτέλεση. Ελλείψει υλικών, οι συνταγές αυτές αποτελούσαν πλέον αφορμή, μόνο για νοσταλγικές συζητήσεις. Τότε που η μάνα του ήταν γερή σαν ταύρος και καθάριζε ένα ολάκερο κτίριο στο μεροκάματό της. Κι αυτός φανταράκι ακόμα, την περίμενε στα επισκεπτήρια να του φέρει ζεστές πίτες τυλιγμένες σε αλουμινόχαρτα. Και το αγαπημένο του γαλακτομπούρεκο. Σιροπιασμένο και αχνιστό. «Να κεράσεις τα παιδιά στο θάλαμο», του φώναζε κάθε φορά που τον αποχαιρετούσε στην πόρτα.
Απολυτήριο, εφήμερες δουλειές, αδυναμία να στεριώσει κάπου κι άλλα απολυτήρια κι η ζωή του άρχισε να στενεύει επικίνδυνα. Ήταν ώρες που ήθελε να χωθεί στο στενό φεγγίτη της κουζίνας και να πετάξει μακριά. «Τα πνευμόνια της είναι μαύρα… λυπάμαι, είναι μεταστατικός και δεν έχει ελπίδες». Κι αντί να τον πιάσουν τα κλάματα, έβαλε τα γέλια. «Τριάντα χρόνια γυαλίζει σκάλες με χλωρίνες και λευκαντικά. Δηλαδή, όσο άσπριζε τα μάρμαρα, τόσο μαυρίζανε τα πνεμόνια της… Ειρωνεία δεν είναι γιατρέ;» Πριν φύγει, του άφησε ένα μικρό κομπόδεμα που είχε φυλαγμένο. «Για τα έξοδα της τελετής… κι ότι περισσέψει, φύλαξέ το να περάσεις μέχρι να βρεις το δρόμο σου αγόρι μου!…».
Τη μέρα της έξωσης, πρόλαβε να παραχώσει σε μια σακούλα σκουπιδιών λίγα ρούχα, μια κουβέρτα, το μεταλλικό κουτί με τις συνταγές και το ρολόι της. Το κράτησε για φυλαχτό. Το λουράκι είχε ακόμα το σχήμα του χεριού της. Κα μια αμυδρή μυρωδιά απ’ το δέρμα της.
Στα γενέθλιά του είχε έναν ασυνήθιστο για την εποχή ήλιο. Έκανε γλυκό ξύπνημα, ξαφνιασμένος απ’ τη ζεστή αύρα που τον τύλιγε. Στο μαρμάρινο πλατύσκαλο ενός εμπορικού κέντρου, που σύχναζε τα τελευταία βράδια. Τα δευτερόλεπτα που έκανε να τεντώσει το κορμί του και ν’ ανοίξει τα μάτια του, άκουσε βήματα να τον πλησιάζουν. Γρήγορα στην αρχή, μετά πιο αργά κι ύστερα σταματημένα κοντά του. Ένα ρεύμα ζεστού αέρα τον διαπέρασε. Ένιωσε στα πόδια του ένα αντικείμενο. Μια πλαστική σακούλα ζαχαροπλαστείου. Μ’ ένα μεγάλο κουτί μέσα. Γύρω, κανείς περαστικός. Ήταν νωρίς το πρωί και τις Κυριακές ο πεζόδρομος δεν είχε κίνηση. Άνοιξε παραξενεμένος το πακέτο. Τον ζαλίσανε οι μυρωδιές κι οι αχνοί που ξεπηδήσανε απ’ το κουτί. Ένα ταψί ζεστό γαλακτομπούρεκο. Έμεινε αποσβολωμένος για δευτερόλεπτα. Ο νεαρός που στεκόταν κρυμμένος πίσω του, τον πλησίασε και του φώναξε:
Ρε στραβάδι!… Εσύ ‘σαι ρε; Σήκω πάνω και παρουσιάσου ρε ψάρακα!…
Κυρ-Λοχία… εσείς είστε;
Εγώ ρε ψοφήμι! Πάλι λουφάρεις ρε; Και καλά σήμερα δικαιολογείσαι… έχεις και γενέθλια!
Τι πήγατε και θυμηθήκατε; Eγώ… εδώ…
Ξέρω ρε παλιοσειρά! Σ’ έχω ξαναδεί εδώ. Κι έσπαγα το κεφάλι μου πού σε ξέρω. Χτες βράδυ μου ήρθε αναλαμπή. Σήκω ρε να πάμε ως το σπίτι, να ρίξεις μια ξούρα και λίγο νερό πάνω σου, να γίνεις άνθρωπος! Πάρε και το γλυκό να κεραστούμε. Όπως παλιά στο στρατόπεδο. Θυμάσαι ρε τι μας κουβάλαγε η κυρά-Ξένια και ντερλικώναμε όλοι στο θάλαμο;
Συγχωρέθηκε…
Άιντε, μάζεψε τα τσαμασίρια σου και πάμε… Έχουμε να πούμε πολλά. Και να κάνουμε άλλα τόσα…
Του έδωσε το χέρι του να σηκωθεί. Περπατήσανε αγκαλιά στον έρημο πεζόδρομο, μέχρι που χαθήκανε στα στενά της πόλης. Ο Πέτρος θα έπαιρνε όρκο πως τα βήματα που άκουσε πριν λίγη ώρα να τον πλησιάζουν στο μέρος που κοιμόταν, ήταν γνώριμα. Και ήταν σχεδόν βέβαιος, πως όταν άνοιξε τα μάτια του, τα βήματα γίνανε ένα ελαφρύ φτερούγισμα . Ανεπαίσθητο στην αρχή, μέχρι που έσβησε στην ουρανομήκη πορεία του.
Μαρία Κανελλάκη- http://www.24grammata.com/?p=43514Nοέμβρης 2013
No Response to "Το γαλακτομπούρεκο"
Δημοσίευση σχολίου