H Bασίλω
΄Απο τον Μανώλη Δημελλά
΄Απο τον Μανώλη Δημελλά
Περάσαν οι εποχές που κρύβαν τα στάρια στα πιθάρια και τα ζώα στα μιτάτα, μην και περάσει ο δήμαρχος που τα είχε πλακάκια με τους Ιταλούς, φορούσε το κόκκινο ζωνάρι, σημάδι των ξένων φαντάρων, αρπάζοντας ό,τι του γυάλιζε.
Μοίραζε στην συνέχεια τα “επιταγμένα” στους ψήφους του, έλεγε φυσικά πως ήταν των κατακτητών, το όρντινο, η διαταγή, μα και τα λάφυρα.Μα με τόσες κατάρες που μάζεψε τότε, θάχει για για όλες τις μετεμψυχώσεις του σίγουρο απόθεμα.
Δυστυχώς πειστήρια, εικόνες, για αυτά τα κρίματα δεν υπάρχουν.
Μα είναι κάτι ξεχασμένες γιορτές που στέκουν ακίνητες μέσα στις μαυρόασπρες φωτογραφίες, τόσο
που φαίνονται σαν προχθεσινό βράδυ, σαν γλέντι που ακόμη δεν απόκαψε,
μα πάνε 50 χρόνια από τότε, ίσως να χάνεται στον δρόμο και καμμιά δεκαετία, αλλά εδώ δεν θυμόμαστε τα σημερινά, θα πιάσουμε τα πίσω, αναρωτιέται μοναχή, η Βασιλία, πάνω στο κρεβάτι.
Τρίβει λίγο τα κουρασμένα πόδια της, τα κοιτά σαν να μην πιστεύει πως είναι τα δικά της που κάνουν πίσω, το μυαλό δεν κολλώνει και τσινάνε τα ποδάρια. Αδύνατον!
Μια τάξη στο δημοτικό και εκείνη δεν πόσοσε να τελειώσει, αγράμματη μα όχι αμόρφωτη, ίσως αν κατάφερνε να ξεφύγει λίγο από την πείνα και την φτώχεια, να είχε μάθει για τις σουφραζέτες. Θα ήταν από τις χειραφετημένες γυναίκες που έγραψαν και ιστορία.
Αυτή η γιαγιά, στα 82 δίνει μαθήματα ζωής, όπου σταθεί, όπου βρεθεί, έχει ένα τρόπο να αγγίζει, να πιάνει στον αέρα την στιγμή και να την παντρεύει με το παρελθόν.
Στο σπίτι επτά αδέρφια, τέσσερις κόρες και τρία αγόρια, όλα έτρωγαν από μια πιατέλα, όχι από γούστο μα είναι τα πιάτα που ήταν σπάνια.
Είχαν πέντε-έξι κουτάλια, πιο λίγα πιρούνια, ό,τι είχαν καταφέρει να πάρουν από τους Λατίνους.
Η εβδομάδα περνούσε, πεινούσαν και γυρνούσαν στις στράτες.
Περίμεναν όλα τα παιδιά μια Κυριακή που η μάνα θα ζύμωνε μακαρούνες και στην ξεχυλωμένη γαβάθα με το αχνιστό τσικνωμένο κρεμμύδι θα έπεφταν με τα μούτρα, βαρύ σαν μολύβι έστεκε στα στομάχια το ζυμάρι, στην χώνεψη μέχρι το απομεσήμερο της Δευτέρας.
Λαρδομουστακιασμένα και χορτάτα.
Βοσκούσε τα ζώα στα βουνά, αυτό έμαθε από μικρό κορίτσι,
μιλούσε με τις κατσίκες, τα πρόβατα και τις δυό αελές (αγελάδες).
Όλα τα μάθαινε μονάχη, έβλεπε, μάτιαζε και έκλεβε, λίγο από κέντημα, λίγο από ράψιμο, το καθημερινό ήταν τόσο δύσκολο που πέρασαν τα χρόνια δίχως ταίρι, μακριά από προξενιά, αφού δεν είχε σπίτι.
Η προίκα εκείνα τα χρόνια καθόριζε την εξέλιξη κι Βασιλία δεν θα προχωρούσε, βήμα δεν θα γινόταν, αφού απολείπαν οι πέτρες και τα κεραμίδια, μα εδώ ο τόπος δεν έχει κεραμίδια, έχει ώμα, οι ταράτσες είναι καμωμένες με ξύλα και από πάνω για να κρατούν μακριά το νερό, την υγρασία, τοποθετούσαν χώμα, ένα ψιλό γκρί πετραδάκι.
Είναι που τελείωσε, πέθανε και αυτό το θάμα από την ζωή μας.
Δεν βγαίνει από το μυαλό της Βασιλίας η γειτόνισσα, μια πιο μικρή που ερωτεύτηκε, μα άκληρη, απροίκιστη, όπως ήταν, δεν είχε καμμιά πιθανότητα, ξενιτεύτηκε, την έστειλαν στην Αυστραλία με μια φωτογραφία του άγνωστου πιθανού γαμπρού, ένα ραντεβού στα τυφλά που κρατά ακόμη και σήμερα.
Μα το μυαλό της για μια στιγμή γυρνά, στέκεται στον φτισικό, στον Νικο-Λιά που έτυχε να αρρωστήσει, να φτύσει αίμα και ο γιατρός να “βαφτίσει” το παιδί ετοιμοθάνατο, με την φυματιώση να τρομάζει τον κόσμο, κολλάει και με τον αγέρα, έλεγαν.
Τον έδιωξαν από το σπίτι, γυρνούσε μοναχός με μια τσίγκινη τσάσκα, θυμάται η Βασιλία το ξινισμένο, ξερό κατακάθι από γάλα, που έτρωγε για μέρες, εκείνη του έβαζε νερό να πιεί και τον λυπόταν.
Σήμερα στα 92 του, πρόδωσε τον γιατρό, ο Νικο-λιάς, ζεί κάπου παραδίπλα, με την ιστορία του κρυφή από μάτια και αυτιά, είναι η κοινωνία που κρύβεται, δεν θέλει να θυμάται τα λάθη της.
Η Βασιλία πάλι, μεγαλώνει με τα ζώα, δεν φαινόταν οικογένεια στο δρόμο της, μόνη τραβά για την Σπινομέλισσα, ολομόναχη, στα βουνά, δεν φοβάται, δεν ντρέπεται για την μοναξιά της.
Ξεπερασμένα τα 40, της ήρθε το πολυπόθητο προξενειό, εκεί πάνω επαναλαμβάνει:
“με θέλα και καλά παιδιά, μα δεν είχα σπίτι”.
Του Χατζούκου η γυναίκα, η Σοφία, έφερε το προξενειό, κι άλλες φορές ήρθαν τέτοια με χηρεμένους, μα τώρα στραβώθηκε.
Δεν τι ένοιαζαν τα τρία αγόρια του Πορτοκάλη, μόνο τις δυό κόρες έβαλε όρο να παντρέψει κι έπειτα να κάνουν το δικό τους γάμο.
Ο γαμπρός είχε πίσω του αποσκευές, δυό γάμους, μα άτυχος όπως ήταν, έχασε και τις δυό, έφυγαν, καθάρισαν στα γρήγορα για τον ανεμόμυλο, το νεκροταφείο του χωριού.
Στο σπίτι τής μάνας, ο παπά-Μανιός πέρασε τις βέρες, με τους γονείς της μάρτυρες, δίχως άλλους καλεσμένους, έτσι ξεκίνησαν μαζί, το 1974, έγινε το αντρόγυνο.
Έκοψε τα πολλά-πολλά, με τους δικούς της, άλλωστε συχνά άκουγε την μάνα της, να επαναλαμβάνει, πως τα παντρεμένα παιδιά δεν είναι συγγενείς πια, μα είναι γείτονες, έτσι κι έγινε στο καθημερινό της βήμα.
Όπως η πεθερά της, έμεινε χήρα νωρίς μα δεν ζητιάνευε από συγγενείς, που άλλωστε δεν είχαν, φόρτωνε από το Λύκι στο γάαρο αλάτι, ανέβαινε όλα τα βουνά για να το πουλήσει σε κτηνοτρόφους, να ταϊσει τα δικά της παιδιά.
Δεν έφταναν τα αγροτικά το γύρισε και στο ψάρεμα. Ένα πρωινό ήταν που βγήκε με τον άντρα της για παραγάδια, ούτε που είχε ξαναπιάσει πετονιές.
Γύρισαν με δυό Φαγκριά και ένα Λιθρίνι, όλα μεριδιάρικα, σταμάτησαν στο δρόμο μάζεψαν και μια κουφουνία χόρτα, ροϊκιο, άναψαν κάρβουνα στο σπίτι, έκανα το καλύτερο πρωινό τους.
Από τότε την έμαθε η θάλασσα, έγινε δεινή στο παραγάδι, αρμάτωνε με κλειστά τα μάτια, στην συρτή διάλεγε τα ψάρια με το γυαλί, τα μάρκαρε, κάτι σαν να τα ψώνιζε από τον μανάβη.
Μα δεν σταμάτησε εκεί, μεγάλωνε και αρπάζε την γνώση, έμαθε καινούριες λέξεις, όχι να διαβάζει, δεν έμαθε ποτέ, μα σπούδασε τώρα τις ράπες, μόνη ξεκίνησε να πλέκει καλάθια.
Το πρώτο της, το ψιλό-στραό, το έκανε δικιά της ψωμαθούκα,
το δεύτερο πανιέρι το πούλησε, ακόμη θυμάται την Σταυρίτσα την γυναίκα του Αλέκου Καμαράτου που το πήρε και το καμάρωνε για καιρό.
Η Βασίλω δεν έκαμε παιδιά, το φέρνει, το κλωθωγυρίζει στο μυαλό ακόμη και σήμερα, είναι βαρύ για εκείνη, είχε τα τρία του άντρα της, μα όπως και να το πείς δεν είναι εύκολο, μα είναι που ο χρόνος έτρεχε κι εκείνη κυνηγούσε το καθημερινό, είναι η επιβίωση,
η ανάγκη, που μας κάνει άγρια θηρία, δεν μπαίνει ζυγαριά όταν
το στομάχι γουργουρίζει και εκείνη είχε μόνιμα μια σκέψη,
πως θα τα βγάλουν πέρα.
Η φτώχεια έχει χρώμα και άρωμα, μια μυρωδιά που βγάζει το χνώτο από τα υγρά που μπαίνουν στο στομάχι, ψάχνοντας κάτι να διαλύσουν, αν το βρούν γίνονται όλα πιο εύκολα, έπειτα πέρνουν θέση, μπαίνουν σε σειρά, τα όνειρα, οι στόχοι, ακόμη και στα κρυφά γράφονται οι εγωισμοί και οι περηφάνιες.
Μα αν η ανέχεια χορεύει στο ψηλό κατάρτι, τότε τίποτε δεν προχωρά, τίποτε δεν έχει χρώμα ούτε εξέλιξη.
Μα χάνουν την αξία οι λέξεις, γκρεμίζονται μπροστά στο βίωμα της, αδύνατο να περιγράφει το δράμα της χαμένης ζωής,
απομένει μοναχά μια υπόκλιση, μια αληθινή αγκαλιά,
σε κείνη που έδωσε όλο τον χρόνο της στη μοιραία αγωνία
για επιβίωση.
Είναι τα χρόνια που σε κάνουν και μικραίνεις, έτσι κι εκείνη,
σαν έφηβη πάνω στο κρεβάτι, αναρωτιέται για τα πονεμένα πόδια,
τα αδιόρθωτα γόνατα που όπως φαίνεται δεν πέρνουν γιατρειά,
μα πόσο γρήγορα έτρεξαν πάλι όλα, καλά κάνουν μερικοί και αρνούνται πεισματικά να σταθούν μπροστά στον φωτογραφικό φακό, αποφεύγουν να μπούν σε δυσδιάστα κάδρα.
Γλυτώνουν έτσι την συνάντηση με μια μνήμη που στέκει ζωντανή, αναπνέει, μιλάει και επαναλαμβάνει ό,τι πόνα πιο πολύ, μια ζωή που χάνεται, ήσυχα και απλά, χωρίς καν να έχει δώσει μάχη.
No Response to "Μια μορφωμένη αγράμματη"
Δημοσίευση σχολίου