Της Κούλας Ξηραδάκη*
Η ιστορία της ελληνικής επανάστασης, όπως την έγραψαν οι ιστορικοί και οι απομνημονευματογράφοι της εποχής, «κατήντησε να μοιάζει με τις μονές του Αγίου Όρους όπου θηλυκό κανενός είδους δεν εισχωρεί». Οι ιστοριογράφοι του περασμένου αιώνα (19ου) με την ανδροκρατική αντίληψη που τους χαρακτήριζε, δεν έκριναν άξιο της σοβαρότητας τους ν' ασχοληθούν με τις γυναίκες. Δεν μπόρεσαν να εξοικειωθούν με την ιδέα ότι η γυναίκα όσο κι αν ήταν σε υποδεέστερη μοίρα απ' τον άντρα, είχε το δικαίωμα στην τιμή και την ευγνωμοσύνη της πατρίδας από τη στιγμή που αγωνίστηκε και δεινοπάθησε. Αποτέλεσμα αυτής της ανδροκρατικής αντίληψης ήταν να χαθούν πολύτιμες πληροφορίες για τη συμβολή της Ελληνίδας στον αγώνα του '21.
Στη διάσωση πληροφοριών σημαντική είναι η συμβολή της Καλλιρρόης Παρρέν και των
συνεργατριών της, που συγκέντρωσαν σπυρί σπυρί τις πληροφορίες και τις δημοσίευσαν στην«Εφημερίδα των Κυριών». Η Σωτηρία Αλιμπέρτη είχε την πρόνοια να μαζέψει υλικό και να συγκροτηθεί, μετά το θάνατό της, ιδιαίτερος τόμος για τις ηρωίδες του '21. Στο τέλος του περασμένου αιώνα (19ος) και στις αρχές του τωρινού (20ός) ιστορικοί, λόγιοι και δημοσιογράφοι με ευρύτερη αντίληψη, δημοσίευσαν άρθρα, νεκρολογίες και μονογραφίες για τις γυναίκες του '21.
Σημαντική πηγή πληροφοριώνείναι και το δημοτικό τραγούδι. Τις ηρωίδες των δημοτικών τραγουδιών μπορεί να τις κατατάξει κανείς σε δυο κατηγορίες: ηρωίδες με ενεργητικό ρόλο, μεδράση και ηρωίδες με παθητικό. Οι πρώτες ειν' αυτές που παίρνουν τα' άρματα και πολεμούν σαν αμαζόνες δίπλα στους άντρες τους, ή και μόνες τους όταν αυτοί λείπουν. Τέτοιες είναι οιΣουλιώτισσες, οι Μεσολογγίτισσες, οι Μανιάτισσες.
Λιγότερο συγκινητικά δεν είναι και τα τραγούδια που ανιστορούν τον ηρωισμό της Ελληνίδας στην παθητική του, ας πούμε μορφή. Αυτά τραγουδούν, τις γυναίκες που χωρίς να πάρουν τα άρματα να πολεμήσουν τους Τούρκους, ξέρουν να κρατήσουν ψηλά τον ηρωικό κλήρο που τους έλαχε,προτιμώντας να θυσιάσουν τη ζωή τους, παρά να προδώσουν την παράδοση που κληρονόμησαν,να μη σκύψουν το κεφάλι στον Τούρκο.
Εκείνο που χαρακτηρίζει την Ελληνίδα των ιστορικών δημοτικών τραγουδιών, τα οποία ας σημειωθεί ότι πήγαζαν αμέσως ύστερα από ένα ιστορικό γεγονός, χωρίς να μπαίνει σ' αυτά κανένα στοιχείο μύθου, είναι η περιφρόνηση του θανάτου, η αδιαφορία για μια ζωή ταπεινωμένη, ηπερηφάνια, το σθένος, η ευψυχία. Για όλα αυτά που μας μιλάνε τόσο εύγλωττα τα δημοτικά μας τραγούδια, οι ιστορικοί του '21 δεν μας είπαν σχεδόν τίποτα.
ʽΌλα αυτά τα δημοτικά τραγούδια που αναφέραμε, είναι εμπνευσμένα από τα δεινοπαθήματα και τους αγώνες του λαού κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους. Η επανάσταση του '21 είναι το αποκορύφωμα των αγώνων αυτών. Γι' αυτό και μεις όταν λέμε γυναίκες του '21, δεν αναφέρουμε τις γυναίκες που αγωνίστηκαν περιοριστικά στα χρόνια 1821-27, αλλά ανατρέχουμε στους αγώνες και τα δεινoπαθήματα των γυναικών κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Οι αγώνες αυτοί σφυρηλάτησαν τη γυναίκα του '21, αρχίζοντας από την ανυπακοή στον κατακτητή, για να φτάσει στον ένοπλο αγώνα και το ολοκαύτωμα.
* Από τον πρόλογο του βιβλίου
Αντωνούσα η Οπλαρχηγός
Η περιβόητη Αντωνούσα Καστανάκη ή Καστανοπούλου από το χωριό Κερά Κισσάμου το 1866 ήταν 22 χρόνων. Μια μέρα οι Τούρκοι πήγαν στον πατέρα της και του ζήτησαν ένα βόδι πεσκέσι για τους Τούρκους του Καστελιού και αν δεν το πήγαινε την ημέρα που του όρισαν, θα σκότωναν την επομένη αυτόν και τα κοπέλια του.
Τʼ άκουσε αυτό η Αντωνούσα και εμπόδισε τον πατέρα της να δώσει το βόδι, τον έπεισε μάλιστα να φύγει με την οικογένεια και όλα τα ζωντανά του στα Εννιά Χωριά όπου δεν πατούσε εύκολα τούρκικο πόδι. Την επομένη το πρωί έφτασε ο Τούρκος, βρήκε την πόρτα κλειστή και φώναξε. Η Αντωνούσα ανεβασμένη σε μια συκιά τον πυροβόλησε. Εκείνος σωριάστηκε, πυροβόλησε με τη σειρά του αλλά αστόχησε και η Αντωνούσα πήρε το γιαταγάνι του και τουʼ κοψε το κεφάλι. Ύστερα ζώστηκε τʼ άρματα και βγήκε στο βουνό όπου συνάντησε τους επαναστάτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά τον τριετή πόλεμο του 1866-69 και αργότερα στα 1879 στο σώμα του οπλαρχηγού Δημ. Κωναταντουλάκη. Οι Τούρκοι την κυνήγησαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να την πιάσουν.
Το 1882 αποφεύγοντας τη δίωξη κατέφυγε στην Αθήνα. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γεώργιο Αʼ που την ανεκήρυξε οπλαρχηγό. Με την ιδιότητά της αυτή και με σώμα αντρών που είχε συγκροτήσει η ίδια, πήρε μέρος στουςηπειρωτικούς αγώνες. Φορούσε πάντα την ανδρική κρητική στολή της εποχής, τις βράκες. Έτσι το 1911 που επισκέφτηκε το χωριό της χρειάστηκε να δείξει το στήθος της για να πιστέψουνε πως είναι γυναίκα. Πέθανε στον Πειραιά το 1918.
Μαυρογένους
Ανιψιά του Νικολάου Μαυρογένη, επί πολλά έτη δραγουμάνου του στόλου (1770-1786) και στη συνέχεια ηγεμόνα της Βλαχίας (1786-1790). Γυναίκα με εύθραυστη ομορφιά, λεπτή και λυγερή κορμοστασιά, μεγαλωμένη με ευρωπαϊκή ανατροφή και παιδεία.
Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 ή 97, όπου ήταν εγκαταστημένος ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ Μαυρογένους το 1820. Στις παραμονές του αγώνα βρισκόταν στην Τήνο με τον θείο της Φιλικό παπα-Μαύρο, απʼ τον οποίο μυήθηκε στον αγώνα και μαζί του πήγε στη Μύκονο - πατρίδα της μητέρας της - αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης.
Έκτοτε η νεαρή Μαντώ διέθεσε όλη την πατρική περιουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, ενώ έλαβε μέρος και η ίδια σε πολλές επιχειρήσεις. Με πλοία που εξόπλισε με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λήστευαν τις Κυκλάδες. Συγκρότησε σώμα πεζών, που ανέλαβε την αρχηγία του και υπεράσπιζε τη Μύκονο. Εξόπλισε στόλο από έξι πλοία και τον ένωσε με τις ναυτικές δυνάμεις του Τομπάζη. Αργότερα, συγκρότησε στρατό, που αποτελούνταν από 16 λόχους των 50 ανδρών, και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρυστίας. Πολέμησε στο πλευρό του Γρηγορίου Σάλα στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Όταν επέστρεψε στη Μύκονο, ασχολήθηκε με την τροφοδοσία του ναυτικού. Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα του ελληνικού χώρου και από τη θέση αυτή η νεαρή Ελληνίδα απηύθυνε έκκληση βοήθειας στους Ευρωπαίους φιλέλληνες και κυρίως στις Αγγλίδες και Γαλλίδες.
Ξένοι ιστορικοί και περιηγητές εξαίρουν τη συμμετοχή της στα πεδία των μαχών, κάτι που δεν προκύπτει από ελληνικές πηγές. Οι Έλληνες ιστορικοί του 19ου αιώνα παραδόξως την αγνόησαν. «Είναι απορίας άξιον έγραφε το έτος 1890 ο Jules Blancard, πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη εντελώς από όλους τους Έλληνες ιστορικούς».
Με τη λήξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, (κατά τον Λαμπρινίδη, η Μαντώ αναφέρεται και ως κάτοικος Ναυπλίου κατά την απογραφή του πληθυσμού το 1824 ως εξής: Αριθ. 319, Κοκώνα Μαντώ, μετά του αδελφού της, του θείου της και των υπηρετών της. Εν όλω άτομα έξ), και τιμήθηκε με διάταγμα του Καποδίστρια, για της υπηρεσίες της με μια μικρή σύνταξη και τον βαθμό του αντιστρατήγου. Στη Μαντώ ανέθεσε και την εποπτεία του Ορφανοτροφείου το οποίο ίδρυσε στην Αίγινα.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια αναγκάστηκε, ύστερα από τον άτυχο έρωτά της με τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον θάνατό του ένα χρόνο μετά από τον θάνατο του κυβερνήτη, και την καταδίωξη του Κωλέττη, να επιστρέψει στη Μύκονο.
Φτωχή, έχοντας δωρίσει την τεράστια περιουσία της στον Αγώνα, κατέφυγε κοντά σε συγγενείς της στην Πάρο. Εκεί πέθανε από τυφοειδή πυρετό το 1840. Ενταφιάστηκε, με δημόσια δαπάνη, στο προαύλιο του ναού της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής.
Πηγή: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού
Σταυριάνα Σάββαινα
Στις 12-13 Μαΐου 1821 δόθηκε η μάχη στο Βαλτέτσι που έληξε με τη νίκη των ελληνικών όπλων. Εκεί πολέμησε ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι Κυριακούλης και Ηλίας με τους Μανιάτες κ.ά. Τότε διακρίθηκε και μια γυναίκα, η Σταυριάνα.
Η Σταυριάνα Σάββαινα γεννήθηκε στο Παρόρι της Σπάρτης το 1772. Παντρεύτηκε τον Γιωργάκη Σάββα που τον απαγχόνισαν οι Τούρκοι στον Μυστρά κατά τις πρώτες μέρες της Επανάστασης. Η Σταυριάνα οπλίστηκε και κατατάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον ακολούθησε σε όλες τις μάχες. Ελαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στις μάχες τουΒαλτετσίου και των Τρικόρφων.
Η Καλλιρρόη Παρρέν γράφει στην «Εφημερίδα των Κυριών» της 25-3-1890: Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου. Ετέθη υπό τας διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου επολιορκούντο οι Έλληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ των ανδρών αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα.
Οι περί τον Κολοκοτρώνη Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος».
Επί Καποδίστρια πάρα πολλοί αγωνιστές υπέβαλαν προς τη Συνέλευση αιτήσεις και ζητούσαν να ληφθεί και για αυτούς κάποια πρόνοια. Στη συνέλευση παρουσιάστηκε η ίδια η Σάβαινα «η ηρωική Μανιάτισσα που είχε ζωστεί όπλα και είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες». Στην αναφορά της μεταξύ των άλλων έγραφε: «Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις…»
Ο Καποδίστριας, για τις υπηρεσίες της, της έδωσε χορηγία και έβαλε τα παιδιά της στο ορφανοτροφείο που μόλις είχε συσταθεί. Ο Όθωνας όμως την εγκατέλειψε και ζούσε από τιςσυνδρομές των οικογενειών των αγωνιστών.
Όταν πέθανε το 1868 η κυρά Σάββαινα, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο για να την θάψουν.
Σουλιώτισσα Δέσπω Σέχου-Μπότση.
Η Δέσπω καταγόταν από τη φάρα των Σεχαίων κιʼ ήταν γυναίκα του Γιωργάκη Μπότση που σκοτώθηκε στο Σούλι. Απορφανεμένη και ξεσπιτωμένη καθώς βρέθηκε μετά τη συνθηκολόγηση η Δέσπω, πήρε τη φαμίλια της και τʼ άρματά της και τράβηξε κιʼ αυτή τον δρόμο της φυγής. Σαν έφτασε στη Ρηνιάσα κατέφυγε σε ένα παλιό πύργο που βρισκόταν στην άκρη του χωριού τον πύργο του Δημουλά, όπως τον έλεγαν. Εκεί η Δέσπω αποφάσισε νʼ αντισταθεί. Να πέσει σκλάβα στα χέρια τους αμαχητί η καρδιά της δεν τοʼ λεγε. Σαν τους είδε από μακριά αρματώθηκε κιʼ αυτή και οι θυγατέρες της κιʼ οι νυφάδες της, έφραξαν γερά τη σιδερόπορτα του πύργου και πιάσανε από ψηλά τʼ ανοίγματα, μετατρέποντας έτσι τα παράθυρα του πύργου σε πολεμίστρες. Οι Τούρκοι προσπαθούν να παραβιάσουν την εξώπορτα, οι γυναίκες από πάνω τους ρίχνουν. Σε λίγο όμως ένα άνοιγμα του μαντρότοιχου τους αφήνει και μπαίνουν στον αυλόγυρο. Οι γυναίκες εξακολουθούν να τους ρίχνουν. Αυτοί ορμούν με κραυγές προς τη σκάλα για νʼ ανεβούν στα πάνω δωμάτια, μα πριν προλάβουν να τις πιάσουν ζωντανές, όπως έλπιζαν, μια θεόρατη λάμψη κιʼ ένας κρότος τρομερός αντήχησε ολόγυρα. Ο κουρνιαχτός τους σώριασε κατάχαμα. Τι είχε γίνει. Η Δέσπω αφού αντιστάθηκε ως την τελευταία στιγμή, σύναξε γύρω τις κόρες, νυφάδες κι εγγόνια,έριξε χάμω όσο μπαρούτι τους είχε απομείνει κι αφού έστειλε από μακριά χαιρετισμό στο Σούλι, έβαλε φωτιά και κάηκαν όλοι.
Η θυσία της Δέσπως ενέπνευσε ποιητές συνθέτες και καλλιτέχνες. Και η λαϊκή μούσα απαθανάτισε τη θυσία της Δέσπως με τα αδρότερα χρώματα:
Της Δέσπως
Αχός βαρύς ακούγεται πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μʼ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
- Γιώργαινα ρίξε τʼ άρματα, δεν είνʼ εδώ το Σούλι
εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
- Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε δεν κάνει.
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
Σκλάβες Τούρκων μη ζήσετε, παιδιά μαζί μʼ ελάτε.
Και τα φουσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Δόμνα Βισβίζη
Η Δόμνα Βισβίζη γεννήθηκε στον Αίνο της Θράκης το 1783. Παντρεύτηκε τον Αντώνιο (Χατζη-Αντώνη) Βισβίζη, πλούσιο πλοίαρχο και εφοπλιστή από τον Αίνο. Ο καπετάν Βισβίζης, γενναίος και ενθουσιώδης πατριώτης, μυήθηκε νωρίς στη Φιλική Εταιρία και προσέφερε πολλά χρήματα για την Επανάσταση. Συμμετείχε σε αρκετές ναυμαχίες μαζί με τη Δόμνα και τα πέντε παιδιά τους. Το πλοίο τους ήταν η «Καλομοίρα», με 140 άντρες και 16 κανόνια. Όταν ο άντρας της έπεσε νεκρός σε μια εκστρατεία στην Αγία Μαρίνα, η Δόμνα με θάρρος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της «Καλομοίρας» και εξακολούθησε τον αγώνα. Η γενναία καπετάνισσα επί τρία χρόνια συμμετείχε με το πλοίο της σε ναυμαχίες, πολιορκίες και καταδρομές σε όλα τα ελληνικά πελάγη. Διέθεσε ολόκληρη την περιουσία της για την συντήρηση του πλοίου και του πληρώματος και έφτασε κάποτε η στιγμή που η «Καλομοίρα» ασυντήρητη δεν ήταν πια ικανή να συνεχίσει την ένδοξη δραστηριότητά της. Τον Σεπτέμβρη του 1824, η καπετάνισσα αναγκάζεται να παραχωρήσει το τελευταίο που της απέμεινε από τα υπάρχοντά της, το πλοίο της, στην ελληνική διοίκηση για να μετατραπεί σε πυρπολικό και η ίδια αποσύρεται από την ενεργό δράση.
Η Δόμνα έζησε δύσκολα και φτωχικά τα υπόλοιπα χρόνια της. Την παρακολουθούμε - μέσα από έγγραφα που σώθηκαν στα ελληνικά αρχεία – να τριγυρνά από τόπο σε τόπο, την Ερμιόνη, το Ναύπλιο, την Ερμούπολη της Σύρου, στερημένη, περιφρονημένη, άστεγη με τα πέντε παιδιά της, να προστρέχει «εις το έλεος της σεβαστής επιτροπής της Ελλάδας και να ζητά βοήθεια»...
Η ηρωική στάση της, η αντρίκια παλικαριά της, η αγέρωχη αντιμετώπιση της μοίρας στις κρίσιμες στιγμές της ζωής της και του αγώνα την αναδεικνύουν πρόσωπο πρωταγωνιστικό. Την υψώνουν σε δυσθεώρητα μεγέθη και την κατατάσσουν τουλάχιστον στην ίδια θέση με την Μπουμπουλίνα και την Μαντώ Μαυρογένους. Πέθανε το 1850.
Επιμέλεια: Λίτσα Δουδούμη
Η ΑΥΓΗ, Ημερομηνία δημοσίευσης: 24/03/2011
No Response to "Ηρωίδες στα αζήτητα... της ιστορίας! : Οι γυναίκες του '21"
Δημοσίευση σχολίου