Το λαχείο και η ιστορία του...
Η" 5/1/2002
Σαν να πάνε πακέτο αυτά τα δυο. Μαζί με το νόμισμα και το εμπόριο, λέει ο Ηρόδοτος, οι Λυδοί διατείνονται πως αυτοί εφηύραν και τα παιχνίδια. Λογική φαίνεται η σύνδεση, αφού να παίζεις στα... ζάρια βόδια, ας πούμε, σαν ακατόρθωτο μοιάζει. Πάντως για την πατρότητα των τυχερών παιχνιδιών πολλοί... ερίζουν .
Στο «παιχνίδι» εκτός από τους Αιγυπτίους μπαίνουν και οι Μινωίτες με τους
Μυκηναίους. Οι πρώτοι πάντως, κατά τον πατέρα της ιστορίας, σίγουρα παίζανε πεσσούς. Για τους δεύτερους εξετάζεται αν μερικά ευρήματα -παραγνωρισμένα στο παρελθόν- ήταν κομμάτια από σκάκι, ας πούμε, ή κάποιο τυχερό παιχνίδι.
Ομως λογικός φαίνεται σήμερα ακόμη και ο λόγος εξαιτίας του οποίου τα εφηύραν οι Λυδοί. Ηταν, λέει, η φτώχεια, το ξεγέλασμα της πείνας. Η αναμονή καλύτερων ημερών. Πάσα ομοιότητα με το παρόν δεκτή, με δεδομένο ότι τα καλύτερο είναι κάτι σχετικό.
Στη χώρα μας, η ροπή προς τα τυχερά παιχνίδια θα μεταβληθεί σε επίσημο κρατικό επίπεδο μόλις λίγο πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα και μάλιστα με προσχηματικό τρόπο. Θα την αξιοποιήσει η συγκροτημένη πολιτεία κυρίως για φορολογικούς καταρχήν λόγους, με άλλοθι εθνικούς σκοπούς. Αλλά παραλλήλως και σαν υποκατάστατο της κρατικής ή κοινωνικής αλληλεγγύης. Επιπλέον και για φιλανθρωπικούς γενικώς σκοπούς.
Πρόστιμο
Βρισκόμαστε στο 1833, επί της βαυαρικής αντιβασιλείας, όταν βλέπει το φως η πρώτη δραχμή. Φυσικά ελληνικά λαχεία δεν κυκλοφορούν. Υπάρχουν, όμως, στην αγορά εισαγόμενοι λαχνοί. Οι επαΐοντες με τέτοιους παίζουν. Ο ποινικός νόμος, που εκδίδεται τότε είναι της μορφής απαγορεύομεν και διατάσσομεν: «Με πρόστιμον ή κατά τας περιστάσεις με κράτησιν τιμωρείται, όστις δέχεται εράνους χάριν ξένων λαχείων. Οστις άνευ δικαιώματος ή ιδιαιτέρας αδείας συστήνει λαχείον ή κατάστημα επί σκοπώ να γίνηται περίδοσις (από το περιδίδωμι που σημαίνει στοιχηματίζω) επί των κληρώσεων άλλων λαχείων ή επί των εκκυβεύσεων ( κυβεύω = παίζω κύβους, τυχερά παιχνίδια) κτημάτων ή μερικών πραγμάτων».
Ο νομοθέτης, προνοητικός ων και «πονηρεμένος» από τη διεθνή πρακτική, αφήνει ανοικτό το θέμα της κυκλοφορίας λαχείων. Θα εκδίδονται, λέει, αυτά κατόπιν κρατικής αδείας. Ετσι σε λίγο (1836) θα εκδοθεί σχετικό διάταγμα που ορίζει τα δέοντα. Αυτή είναι η απαρχή των νεοελληνικών λαχνών. Στον ελλαδικό χώρο πριν από αυτό έχει δει το φως μόνο το «Κρατικόν Λαχείον» της αγγλοκρατούμενης Ιονίου Πολιτείας στην Κέρκυρα (1819).
Την πρώτη παροχή αδειών θα συναντήσουμε 30 χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ παραμένει λίγο σκοτεινό τι μεσολάβησε - πέραν των αλλοδαπών λαχνών. Ξέρουμε ότι κυκλοφόρησαν ένα «Λαχείον Οικίας» (κλήρωση κατοικιών) το 1849 κι άλλο ένα «Λαχείον Φιλαρχαίων» (για την ενίσχυση του έργου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) το 1862).
Ο επόμενος σταθμός είναι η άδεια για τη σύσταση λαχείου «εν Καλάμαις υπέρ των προσφύγων Κρητών» (μετά το ξέσπασμα της Κρητικής Επανάστασης του 1866 και τον εθνικό ενθουσιασμό που προκλήθηκε. Ακολουθεί λαχείο που αφορά γενικώς τους επαναστατημένους στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Κρήτη. Τα κέρδη ήταν όχι χρήματα, αλλα «καλλιτεχνικά τινά έργα".
Την ίδια περίοδο (1869) κυκλοφόρησε το «λαχείον περί εκθέσεως της εν Καλάμαις οικίας του Γ. Νικολοπούλου». Οι σεισμοί του επομένου έτους στην περιοχή της Λιβαδειάς-Παρνασσίδος είναι ο σκοπός άλλου λαχείου . Επονται υπέρ του Δήμου Πατρέων και του υδραγωγείου Κυπαρισσίας. Λίγο νωρίτερα κυκλοφόρησαν τα λαχεία της «Επιτροπής Πολεμικού Στόλου» και των «Ζαππείων Ολυμπιάδων» (1870). Το 1874 έτσι κι αλλιώς αποτελεί σταθμό. Βρίσκουμε το «Λαχείον Αρχαιοτήτων», που θα αναδειχτεί στο μέλλον θεσμός, ως λαχείο της «εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» στις πρώιμες φάσεις του. Πρόκειται στην ουσία για το ίδιο, που μέσα από διάφορες μετονομασίες , το ξέρουμε σήμερα ως «Λαϊκό». Μετά βρίσκουμε λαχεία για την «οικοδόμησιν κτιρίου απόρων παίδων», «υπέρ πεινώντων εν Ασιατική Τουρκία», του «Μετοχικού Ταμείου κατά γην στρατού», του συλλόγου «Αδελφότης Τηνίων», για οικοδομήσεις ναών, του Συλλόγου Παρνασσός κ.ά.
Μετοχές
Στις δεκαετίες του 1870 και 1880, με την κερδοσκοπική φρενίτιδα μέσω των μετοχών στα τότε αστικά κέντρα, τα λαχεία που κυκλοφορούν αντιστοιχούν σε λαχειοφόρες ξένες ομολογίες. Το χρηματιστήριο και η λαχειοφόρος αγορά είναι μάλλον ένα και το αυτό.
Τα λαχεία στο άτυπο χρηματιστήριο του καφενείου η «Ωραία Ελλάς» είναι κάτι σαν μετοχές και αντιστρόφως. Από τότε καλά κρατεί η συνύφανση μετοχών-λαχνών. Ο τζόγος στο χρηματιστήριο - φαινόμενο όχι μόνο ελληνικό.
Το λαχειοφόρο «παιχνίδι» ήταν λαθραίο, όπως άλλωστε και τόσα άλλα, αλλά είχε προσλάβει σχετικά μεγάλες διαστάσεις.
Τα όρια μεταξύ νομίμου και μη ήταν εξαιρετικά δυσδιάκριτα και οι λαχνοί διακινούνται με την ανοχή των αρχών.
Την «ψαλίδα» ήρθε να κλείσει ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1888. Μόνο «δι’ ειδικού νόμου» επιτρέπεται η κυκλοφορία λαχείων. Κι αυτό συνέβαινε μόνο με το «αρχαιολογικό» και δυο χρόνια αργότερα με το λαχείο της «Ολυμπιακής Εκθέσεως» του Ζαππείου.
Ετσι περιορίστηκε ο «μαύρος τζόγος». Το επόμενο λαχείο της μεταβατικής περιόδου θα κυκλοφορήσει με την αυγή του 20ού αιώνα πάλι για τους Κρητικούς υπέρ του «Φιλανθρωπικού Ασύλου» (από την Κρητική Πολιτεία) .
Η κυρίως ιστορία του λαχείου αρχίζει το 1904.
Τα χρόνια της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη. Για να ενισχυθεί το ναυτικό, με ειδικό νόμο εκδόθηκε το «λαχείο εθνικού στόλου». «Πατέρας» του ήταν ο υπουργός Οικονομικών Ανάργυρος Σιμόπουλος. Για λόγους, λοιπόν, πατριωτικούς άρχισε το νόμιμο κυνήγι της τύχης - τα περί φυγοπονίας και τα τοιαύτα πήγαν πολύ γρήγορα περίπατο...
Ενιαίον λαχείον
Πρόβλημα , όμως, ανέκυψε με την κυκλοφορία δυο κρατικών λαχείων μαζί (Αρχαιολογικό και Στόλου). Η λογική που πρυτάνευσε ήταν πως δεν μπορούν να υπάρχουν δυο πατριωτικά ταυτοχρόνως. Ετσι βρέθηκε η πιο εύκολη λύση.
Συγχωνεύτηκαν (1906) και γεννήθηκε ένα κοινό «υπέρ του εθνικού στόλου και των αρχαιοτήτων της Ελλάδος». Αυτό που διαφημιστικά αποκαλούνταν «ενιαίον και μοναδικόν εθνικόν λαχείον». Γίνονται τέσσερις κληρώσεις τον χρόνο, κυκλοφορούν «τέταρτα» του λαχνού της μιας δραχμής (ο ολόκληρος των τεσσάρων δραχμών έπαιρνε μέρος και στις τέσσερις κληρώσεις, το «τέταρτο» σε μια μόνο). Εκατό τυχεροί μοιράζονται 225.000 δρχ. (ο πρώτος λαχνός κέρδιζε 100.000 δρχ. , εκατομμυριούχο θα λέγαμε σήμερα τον τυχερό).
Πάνδημος υπήρξεν ο υπέρ του λαχείου ενθουσιασμός, όπως λέγανε τότε. Η εγκύκλιος προς όλες τις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες είναι εξόχως πατριωτική:
«Η Ελλάς χώρα κατεξοχήν ναυτική, βρίθουσα ακτών και παραλίων, αποτελουμένη κατά μέγα μέρος εκ νήσων και νησίδων, οικουμένων υπό κατεξοχήν ναυτίλων, ων η εις την ναυτιλίαν επίδοσις αείποτε εθαυμάσθη, επιδεικνύουσα δε από της αρχαιότητος τας ενδοξοτέρας των ναυτικών παραδόσεων, δεν δύναται να εννοηθή ως κράτος άνευ πυρήνος πολεμικού ναυτικού, επαρκούς να προασπίση τα πατροπαράδοτα δίκαια αυτής.
Είναι δε καθήκον παντός Ελληνος, συναισθανομένου την εθνικήν ταύτην υποχρέωσιν, να προσέλθη μετ’ ακραιφνούς ενθουσιασμού επίκουρος εις γενναίον έργον, εκ της επιτυχίας του οποίου εξαρτάται κυρίως η δημιουργία τοιούτου πυρήνος...».
Συμβολή με μια δραχμή για την κατασκευή των αντιτορπιλικών
Περιττό να υπογραμμιστεί η απήχηση που είχε το «λαϊκό και πατριωτικό» λαχείο. Στα μαθητικά ημερολόγια της εποχής μπορούμε να δούμε πόσο αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η εξεύρεση μιας δραχμής για τη συμβολή στην «κατασκευή των αντιτορπιλικών! Μάλλον περνά σε δεύτερη μοίρα η ελπίδα του κέρδους και η προσμονή για την εύνοια της τυφλής τύχης. Αν και ως έναν βαθμό συνδυάζονται και τα δύο.
Με την επιτυχία που σημειώνει το πρώτο ενιαίο λαχείο, οι κληρώσεις αυξάνονται και οι τυχεροί επίσης. Επισήμως, ο απολογισμός της πρώτης τριετίας ήταν 5, 2 εκατ. εισπράξεις, 1,2 εκατ. στους τυχερούς, 2,9 εκατ. στον στόλο, 600 χιλ. στην Αρχαιολογική Εταιρεία. Τα υπόλοιπα «έξοδα διαχειρίσεως».
Το χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ήταν βεβαίως σ’ ένα πρώτο επίπεδο η ανάδειξη της αγοράς λαχείου σε πατριωτική χειρονομία.
Εννοείται πως η διαχείριση των εσόδων, χωρίς να έχουν σημειωθεί κραυγαλέα σκάνδαλα ή επισήμως καταγγελθεί ρεμούλες, γινόταν όπως καθετί τότε στην Ελλάδα. Αργότερα η επίκληση σε πατριωτικά αισθήματα για εράνους ή την αγορά λαχείων θα καταλήξει σε μια σκέτη απάτη, όπως επί δικτατορίας του Μεταξά με την αεροπορία...
Ο λαϊκο-πατριωτικός χαρακτήρας καλά κράταγε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αναζητήθηκε και βρέθηκε πρότυπο στην Ουγγαρία . Δημιουργήθηκε ανώνυμη εταιρεία, η οποία και ανέλαβε το 1926 επί της δικτατορίας Πάγκαλου να διαχειριστεί για δέκα χρόνια τα νέα προϊόντα.
Αυτά τα μισο-πατριωτικά», θα λέγαμε λαχεία, ήταν πλέον το «Μέγα» και το «Λαϊκόν Λαχείον». Το νέο σύστημα λειτούργησε μέχρι και το 1928. Στο μεταξύ είχε προκύψει (1928) στην πρώιμη μορφή του το πασίγνωστο μετά -και μέχρι την κατάργησή του από τη χούντα το 1967- «Λαχείον Συντακτών». Αλλά και το «Σουηπστέικ» (1926). Το τελευταίο, επομένως, δεν εμφανίστηκε πρόσφατα, όπως είναι η εντύπωση που επικρατεί. Οπως άλλωστε δεν είναι σημερινές συλλήψεις το «στιγμιαίο λαχείο» (επί γερμανικής κατοχής το 1941 θεσπίστηκε, χωρίς να κυκλοφορήσει τελικά), το Λόττο (στο τέλος της δεκαετίας του 1960 πάρθηκε η απόφαση, χωρίς να κυκλοφορήσει κι αυτό)... Κάπου, όμως , «στράβωσε» η διαχείριση από την ανώνυμη εταιρεία, έπεσε η δικτατορία, μεταβλήθηκαν οι «πελατειακές σχέσεις», ήρθε η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου και το 1929 θα καταργηθεί η σύμβαση. Επανέρχεται η διοίκηση των λαχείων στο Δημόσιο. Διατηρείται ,όμως, το «ουγγρικό» σύστημα και επανέρχεται ο παλιός πατριωτικός τίτλος στα λαχεία. Η μεταβολή αποδίδεται στο ότι «η διοίκησις δεν ηδυνήθη να προστατεύση αυτό τελεσφόρως κατά των παντοειδών καταστρατηγήσεων και παραβιάσεων». Με άλλα λόγια, ρεμούλες ενόψει...
Στο τέλος του 1933 θα υπάρξει νέα αναδιοργάνωση μέσα από την οποία θα προκύψει το «λαχείον εθνικού στόλου και κρατικής προνοίας». Οι καιροί είχαν αλλάξει, το ίδιο και η διάθεση των εισπράξεων (καθαρών κερδών). Το 80% «τίθεται εις την διάθεσιν του υπουργού Κρατικής Αντιλήψεως και Υγιεινής». Τα υπόλοιπα και μέχρι ενός ορισμένου ποσού μόνο στον στόλο και για τ’ αρχαιολογικά. Επί της βασιλο-μεταξικής δικατορίας η δημόσια «Υπηρεσία του λαχείου» μετονομάζεται στη γνωστή ως σήμερα «Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων».
Τάκης Κατσιμάρδος
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=12336&subid=2&pubid=45360
Η" 5/1/2002
O πατέρας της ιστορίας συνδέει έμμεσα την εμφάνιση του νομίσματος στη Μικρασιατική Λυδία τον 7ο π.Χ. αιώνα, με τα τυχερά παιχνίδια.
Σαν να πάνε πακέτο αυτά τα δυο. Μαζί με το νόμισμα και το εμπόριο, λέει ο Ηρόδοτος, οι Λυδοί διατείνονται πως αυτοί εφηύραν και τα παιχνίδια. Λογική φαίνεται η σύνδεση, αφού να παίζεις στα... ζάρια βόδια, ας πούμε, σαν ακατόρθωτο μοιάζει. Πάντως για την πατρότητα των τυχερών παιχνιδιών πολλοί... ερίζουν .
Στο «παιχνίδι» εκτός από τους Αιγυπτίους μπαίνουν και οι Μινωίτες με τους
Μυκηναίους. Οι πρώτοι πάντως, κατά τον πατέρα της ιστορίας, σίγουρα παίζανε πεσσούς. Για τους δεύτερους εξετάζεται αν μερικά ευρήματα -παραγνωρισμένα στο παρελθόν- ήταν κομμάτια από σκάκι, ας πούμε, ή κάποιο τυχερό παιχνίδι.
Ομως λογικός φαίνεται σήμερα ακόμη και ο λόγος εξαιτίας του οποίου τα εφηύραν οι Λυδοί. Ηταν, λέει, η φτώχεια, το ξεγέλασμα της πείνας. Η αναμονή καλύτερων ημερών. Πάσα ομοιότητα με το παρόν δεκτή, με δεδομένο ότι τα καλύτερο είναι κάτι σχετικό.
Στη χώρα μας, η ροπή προς τα τυχερά παιχνίδια θα μεταβληθεί σε επίσημο κρατικό επίπεδο μόλις λίγο πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα και μάλιστα με προσχηματικό τρόπο. Θα την αξιοποιήσει η συγκροτημένη πολιτεία κυρίως για φορολογικούς καταρχήν λόγους, με άλλοθι εθνικούς σκοπούς. Αλλά παραλλήλως και σαν υποκατάστατο της κρατικής ή κοινωνικής αλληλεγγύης. Επιπλέον και για φιλανθρωπικούς γενικώς σκοπούς.
Πρόστιμο
Βρισκόμαστε στο 1833, επί της βαυαρικής αντιβασιλείας, όταν βλέπει το φως η πρώτη δραχμή. Φυσικά ελληνικά λαχεία δεν κυκλοφορούν. Υπάρχουν, όμως, στην αγορά εισαγόμενοι λαχνοί. Οι επαΐοντες με τέτοιους παίζουν. Ο ποινικός νόμος, που εκδίδεται τότε είναι της μορφής απαγορεύομεν και διατάσσομεν: «Με πρόστιμον ή κατά τας περιστάσεις με κράτησιν τιμωρείται, όστις δέχεται εράνους χάριν ξένων λαχείων. Οστις άνευ δικαιώματος ή ιδιαιτέρας αδείας συστήνει λαχείον ή κατάστημα επί σκοπώ να γίνηται περίδοσις (από το περιδίδωμι που σημαίνει στοιχηματίζω) επί των κληρώσεων άλλων λαχείων ή επί των εκκυβεύσεων ( κυβεύω = παίζω κύβους, τυχερά παιχνίδια) κτημάτων ή μερικών πραγμάτων».
Ο νομοθέτης, προνοητικός ων και «πονηρεμένος» από τη διεθνή πρακτική, αφήνει ανοικτό το θέμα της κυκλοφορίας λαχείων. Θα εκδίδονται, λέει, αυτά κατόπιν κρατικής αδείας. Ετσι σε λίγο (1836) θα εκδοθεί σχετικό διάταγμα που ορίζει τα δέοντα. Αυτή είναι η απαρχή των νεοελληνικών λαχνών. Στον ελλαδικό χώρο πριν από αυτό έχει δει το φως μόνο το «Κρατικόν Λαχείον» της αγγλοκρατούμενης Ιονίου Πολιτείας στην Κέρκυρα (1819).
Την πρώτη παροχή αδειών θα συναντήσουμε 30 χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ παραμένει λίγο σκοτεινό τι μεσολάβησε - πέραν των αλλοδαπών λαχνών. Ξέρουμε ότι κυκλοφόρησαν ένα «Λαχείον Οικίας» (κλήρωση κατοικιών) το 1849 κι άλλο ένα «Λαχείον Φιλαρχαίων» (για την ενίσχυση του έργου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) το 1862).
Ο επόμενος σταθμός είναι η άδεια για τη σύσταση λαχείου «εν Καλάμαις υπέρ των προσφύγων Κρητών» (μετά το ξέσπασμα της Κρητικής Επανάστασης του 1866 και τον εθνικό ενθουσιασμό που προκλήθηκε. Ακολουθεί λαχείο που αφορά γενικώς τους επαναστατημένους στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Κρήτη. Τα κέρδη ήταν όχι χρήματα, αλλα «καλλιτεχνικά τινά έργα".
Την ίδια περίοδο (1869) κυκλοφόρησε το «λαχείον περί εκθέσεως της εν Καλάμαις οικίας του Γ. Νικολοπούλου». Οι σεισμοί του επομένου έτους στην περιοχή της Λιβαδειάς-Παρνασσίδος είναι ο σκοπός άλλου λαχείου . Επονται υπέρ του Δήμου Πατρέων και του υδραγωγείου Κυπαρισσίας. Λίγο νωρίτερα κυκλοφόρησαν τα λαχεία της «Επιτροπής Πολεμικού Στόλου» και των «Ζαππείων Ολυμπιάδων» (1870). Το 1874 έτσι κι αλλιώς αποτελεί σταθμό. Βρίσκουμε το «Λαχείον Αρχαιοτήτων», που θα αναδειχτεί στο μέλλον θεσμός, ως λαχείο της «εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας» στις πρώιμες φάσεις του. Πρόκειται στην ουσία για το ίδιο, που μέσα από διάφορες μετονομασίες , το ξέρουμε σήμερα ως «Λαϊκό». Μετά βρίσκουμε λαχεία για την «οικοδόμησιν κτιρίου απόρων παίδων», «υπέρ πεινώντων εν Ασιατική Τουρκία», του «Μετοχικού Ταμείου κατά γην στρατού», του συλλόγου «Αδελφότης Τηνίων», για οικοδομήσεις ναών, του Συλλόγου Παρνασσός κ.ά.
Μετοχές
Στις δεκαετίες του 1870 και 1880, με την κερδοσκοπική φρενίτιδα μέσω των μετοχών στα τότε αστικά κέντρα, τα λαχεία που κυκλοφορούν αντιστοιχούν σε λαχειοφόρες ξένες ομολογίες. Το χρηματιστήριο και η λαχειοφόρος αγορά είναι μάλλον ένα και το αυτό.
Τα λαχεία στο άτυπο χρηματιστήριο του καφενείου η «Ωραία Ελλάς» είναι κάτι σαν μετοχές και αντιστρόφως. Από τότε καλά κρατεί η συνύφανση μετοχών-λαχνών. Ο τζόγος στο χρηματιστήριο - φαινόμενο όχι μόνο ελληνικό.
Το λαχειοφόρο «παιχνίδι» ήταν λαθραίο, όπως άλλωστε και τόσα άλλα, αλλά είχε προσλάβει σχετικά μεγάλες διαστάσεις.
Τα όρια μεταξύ νομίμου και μη ήταν εξαιρετικά δυσδιάκριτα και οι λαχνοί διακινούνται με την ανοχή των αρχών.
Την «ψαλίδα» ήρθε να κλείσει ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1888. Μόνο «δι’ ειδικού νόμου» επιτρέπεται η κυκλοφορία λαχείων. Κι αυτό συνέβαινε μόνο με το «αρχαιολογικό» και δυο χρόνια αργότερα με το λαχείο της «Ολυμπιακής Εκθέσεως» του Ζαππείου.
Ετσι περιορίστηκε ο «μαύρος τζόγος». Το επόμενο λαχείο της μεταβατικής περιόδου θα κυκλοφορήσει με την αυγή του 20ού αιώνα πάλι για τους Κρητικούς υπέρ του «Φιλανθρωπικού Ασύλου» (από την Κρητική Πολιτεία) .
Η κυρίως ιστορία του λαχείου αρχίζει το 1904.
Τα χρόνια της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη. Για να ενισχυθεί το ναυτικό, με ειδικό νόμο εκδόθηκε το «λαχείο εθνικού στόλου». «Πατέρας» του ήταν ο υπουργός Οικονομικών Ανάργυρος Σιμόπουλος. Για λόγους, λοιπόν, πατριωτικούς άρχισε το νόμιμο κυνήγι της τύχης - τα περί φυγοπονίας και τα τοιαύτα πήγαν πολύ γρήγορα περίπατο...
Ενιαίον λαχείον
Πρόβλημα , όμως, ανέκυψε με την κυκλοφορία δυο κρατικών λαχείων μαζί (Αρχαιολογικό και Στόλου). Η λογική που πρυτάνευσε ήταν πως δεν μπορούν να υπάρχουν δυο πατριωτικά ταυτοχρόνως. Ετσι βρέθηκε η πιο εύκολη λύση.
Συγχωνεύτηκαν (1906) και γεννήθηκε ένα κοινό «υπέρ του εθνικού στόλου και των αρχαιοτήτων της Ελλάδος». Αυτό που διαφημιστικά αποκαλούνταν «ενιαίον και μοναδικόν εθνικόν λαχείον». Γίνονται τέσσερις κληρώσεις τον χρόνο, κυκλοφορούν «τέταρτα» του λαχνού της μιας δραχμής (ο ολόκληρος των τεσσάρων δραχμών έπαιρνε μέρος και στις τέσσερις κληρώσεις, το «τέταρτο» σε μια μόνο). Εκατό τυχεροί μοιράζονται 225.000 δρχ. (ο πρώτος λαχνός κέρδιζε 100.000 δρχ. , εκατομμυριούχο θα λέγαμε σήμερα τον τυχερό).
Πάνδημος υπήρξεν ο υπέρ του λαχείου ενθουσιασμός, όπως λέγανε τότε. Η εγκύκλιος προς όλες τις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες είναι εξόχως πατριωτική:
«Η Ελλάς χώρα κατεξοχήν ναυτική, βρίθουσα ακτών και παραλίων, αποτελουμένη κατά μέγα μέρος εκ νήσων και νησίδων, οικουμένων υπό κατεξοχήν ναυτίλων, ων η εις την ναυτιλίαν επίδοσις αείποτε εθαυμάσθη, επιδεικνύουσα δε από της αρχαιότητος τας ενδοξοτέρας των ναυτικών παραδόσεων, δεν δύναται να εννοηθή ως κράτος άνευ πυρήνος πολεμικού ναυτικού, επαρκούς να προασπίση τα πατροπαράδοτα δίκαια αυτής.
Είναι δε καθήκον παντός Ελληνος, συναισθανομένου την εθνικήν ταύτην υποχρέωσιν, να προσέλθη μετ’ ακραιφνούς ενθουσιασμού επίκουρος εις γενναίον έργον, εκ της επιτυχίας του οποίου εξαρτάται κυρίως η δημιουργία τοιούτου πυρήνος...».
Συμβολή με μια δραχμή για την κατασκευή των αντιτορπιλικών
Περιττό να υπογραμμιστεί η απήχηση που είχε το «λαϊκό και πατριωτικό» λαχείο. Στα μαθητικά ημερολόγια της εποχής μπορούμε να δούμε πόσο αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η εξεύρεση μιας δραχμής για τη συμβολή στην «κατασκευή των αντιτορπιλικών! Μάλλον περνά σε δεύτερη μοίρα η ελπίδα του κέρδους και η προσμονή για την εύνοια της τυφλής τύχης. Αν και ως έναν βαθμό συνδυάζονται και τα δύο.
Με την επιτυχία που σημειώνει το πρώτο ενιαίο λαχείο, οι κληρώσεις αυξάνονται και οι τυχεροί επίσης. Επισήμως, ο απολογισμός της πρώτης τριετίας ήταν 5, 2 εκατ. εισπράξεις, 1,2 εκατ. στους τυχερούς, 2,9 εκατ. στον στόλο, 600 χιλ. στην Αρχαιολογική Εταιρεία. Τα υπόλοιπα «έξοδα διαχειρίσεως».
Το χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ήταν βεβαίως σ’ ένα πρώτο επίπεδο η ανάδειξη της αγοράς λαχείου σε πατριωτική χειρονομία.
Εννοείται πως η διαχείριση των εσόδων, χωρίς να έχουν σημειωθεί κραυγαλέα σκάνδαλα ή επισήμως καταγγελθεί ρεμούλες, γινόταν όπως καθετί τότε στην Ελλάδα. Αργότερα η επίκληση σε πατριωτικά αισθήματα για εράνους ή την αγορά λαχείων θα καταλήξει σε μια σκέτη απάτη, όπως επί δικτατορίας του Μεταξά με την αεροπορία...
Ο λαϊκο-πατριωτικός χαρακτήρας καλά κράταγε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αναζητήθηκε και βρέθηκε πρότυπο στην Ουγγαρία . Δημιουργήθηκε ανώνυμη εταιρεία, η οποία και ανέλαβε το 1926 επί της δικτατορίας Πάγκαλου να διαχειριστεί για δέκα χρόνια τα νέα προϊόντα.
Αυτά τα μισο-πατριωτικά», θα λέγαμε λαχεία, ήταν πλέον το «Μέγα» και το «Λαϊκόν Λαχείον». Το νέο σύστημα λειτούργησε μέχρι και το 1928. Στο μεταξύ είχε προκύψει (1928) στην πρώιμη μορφή του το πασίγνωστο μετά -και μέχρι την κατάργησή του από τη χούντα το 1967- «Λαχείον Συντακτών». Αλλά και το «Σουηπστέικ» (1926). Το τελευταίο, επομένως, δεν εμφανίστηκε πρόσφατα, όπως είναι η εντύπωση που επικρατεί. Οπως άλλωστε δεν είναι σημερινές συλλήψεις το «στιγμιαίο λαχείο» (επί γερμανικής κατοχής το 1941 θεσπίστηκε, χωρίς να κυκλοφορήσει τελικά), το Λόττο (στο τέλος της δεκαετίας του 1960 πάρθηκε η απόφαση, χωρίς να κυκλοφορήσει κι αυτό)... Κάπου, όμως , «στράβωσε» η διαχείριση από την ανώνυμη εταιρεία, έπεσε η δικτατορία, μεταβλήθηκαν οι «πελατειακές σχέσεις», ήρθε η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου και το 1929 θα καταργηθεί η σύμβαση. Επανέρχεται η διοίκηση των λαχείων στο Δημόσιο. Διατηρείται ,όμως, το «ουγγρικό» σύστημα και επανέρχεται ο παλιός πατριωτικός τίτλος στα λαχεία. Η μεταβολή αποδίδεται στο ότι «η διοίκησις δεν ηδυνήθη να προστατεύση αυτό τελεσφόρως κατά των παντοειδών καταστρατηγήσεων και παραβιάσεων». Με άλλα λόγια, ρεμούλες ενόψει...
Στο τέλος του 1933 θα υπάρξει νέα αναδιοργάνωση μέσα από την οποία θα προκύψει το «λαχείον εθνικού στόλου και κρατικής προνοίας». Οι καιροί είχαν αλλάξει, το ίδιο και η διάθεση των εισπράξεων (καθαρών κερδών). Το 80% «τίθεται εις την διάθεσιν του υπουργού Κρατικής Αντιλήψεως και Υγιεινής». Τα υπόλοιπα και μέχρι ενός ορισμένου ποσού μόνο στον στόλο και για τ’ αρχαιολογικά. Επί της βασιλο-μεταξικής δικατορίας η δημόσια «Υπηρεσία του λαχείου» μετονομάζεται στη γνωστή ως σήμερα «Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων».
Τάκης Κατσιμάρδος
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=12336&subid=2&pubid=45360
No Response to "Σήμερα κληρώνει... «υπέρ του εθνικού στόλου και των αρχαιοτήτων»"
Δημοσίευση σχολίου