«Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά, οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα», τραγουδούν οι «Magic De Spell» πριν από χρόνια, μελοποιώντας τους στίχους της «καταραμένης» ποιήτριας Κατερίνας Γώγου. Το τραγούδι «μπαίνει» στα σπίτια των ανθρώπων, ψιθυρίζεται από τους νέους, γράφεται ως σύνθημα σε τοίχους παλιών νεοκλασικών σπιτιών. Κάποιοι ίσως δεν γνωρίζουν την προέλευση των στίχων, μα τούτο συνιστά ένα δευτερεύον ζήτημα όταν η τέχνη κατορθώνει να διεισδύσει στις ψυχές των ανθρώπων, να εγείρει ένα σιωπηλό, ως τότε συναίσθημα, να διαμορφώσει εκείνο το κατάλληλο ύφος για να διοχετευθεί, ελεύθερη πια ολόκληρη η ανθρώπινη ευαισθησία. Ο λόγος γίνεται έτσι αληθινός, των ανθρώπων λόγος.
Η Κατερίνα Γώγου ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός. Αναλαμβάνοντας
«δεύτερους» ρόλους, στο πλευρό σημαντικών ηθοποιών του περασμένου αιώνα, το κορίτσι με την αιώνια, εφηβική ηλικία γρήγορα ξεχώρισε. Το βραβείο του αναβαθμισμένου και σημαντικού, τότε φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, έρχεται ως επιβεβαίωση για το ξεχωριστό της ταλέντο. Έπειτα το κορίτσι εκείνο θα χαθεί, θα ενταχθεί στο μοντέλο ζωής της εποχής, μέχρι οι φόβοι να την κυριεύσουν και σαν άλλη Κασσάνδρα να συρθεί στα πόδια μας, ουρλιάζοντας εκκωφαντικά μήπως και ξορκίσει τον τρόμο, την απελπισία, τη σκόνη που αρχίζει σαν θάνατος να τρυπώνει στα μάτια και τις ραφές των ρούχων μας, στους πόρους του δέρματός μας.
Η πρώτη απόπειρα για την εκτίμηση της ποίησης της Γώγου, δεν μπορεί να γίνει με μέθοδο εργαστηριακή. Με την αμεσότητα του λόγου της, τις ευθείες αναφορές προς τις ενδότερες καταβολές μας η ποιήτρια κατορθώνει κάτι που λίγοι πέτυχαν. Με το λόγο της, λόγο στρατευμένο και άμεσο, η Γώγου καταφέρνει να καταγράψει ένα σχήμα ποιητικό, στο οποίο κυριαρχεί το β΄ενικό πρόσωπο, το πρόσωπο του άλλου. Η τραχύτητα της εκφοράς της δεν συνιστά ένα δάνειο χαρακτηριστικό της μεταμοντέρνας τάσης που θα επηρεάσει και θα κατευθύνει τη σύγχρονη τέχνη προς πιο αστικά πρότυπα, μα συνέπεια της οπτικής, με την οποία αντιλαμβάνεται η ίδια η ποήτρια τη διαρκώς επιβαρυνόμενη πραγματικότητα. Ο ρεαλισμός της Γώγου, ρεαλισμός που ξεπερνά κατά πολύ τις θεωρητικές καταβολές «περί τάσεων και ρευμάτων», είναι το απόσταγμα των φυσικών αλλά και επίκτητων στοιχείων, τα οποία θα αντλήσει η ίδια από το αθηναϊκό περιβάλλον της δεκαετίας του 1980. Σε μια πόλη, όπου η «κουλτούρα της ηρωίνης» γίνεται δημοφιλής ανάμεσα στις πιο θαυμάσιες από τις προσωπικότητες της τέχνης, η ποίηση εντάσσει στη θεματολογία της τις εντυπώσεις από τούτο το «νέο πείραμα.» Και έτσι η Κατερίνα Γώγου, ως κήρυκας ερυθρός βαδίζει στις άρρωστες πλατείες επαναλαμβάνοντας τις δυσνόητες προφητείες της που μονάχα οι αλλόφρονες και τα παιδιά μπορούν να ανιχνεύσουν. Τέτοια, δραματική, απογειωτική και αληθινή στέκει η ποιητική σκέψη της Γώγου. Ολότελα εμπειρική.
Όσον αφορά την ποιητική της Γώγου, οφείλουμε να επαναλάβουμε την αδυναμία μας, να μιλήσουμε με όρους εργαστηριακούς. Η στιχουργική της, αιχμηρή κριτική για την ανεπανάληπτη εποχή της ευδαιμονίας της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα, συνιστά φωνή απελπισίας, μια ακατέργαστη κραυγή στα αισθήματα «των μη ακούοντων.» Δεν πρόκειται περί μιας μεταμοντέρνας, μόνο πρακτικής, παρά το γεγονός πως σε τούτη την τάση η έννοια του «σκληρού» συνιστά ένα βασικό πυλώνα, σύμφωνο πάντα με το ήθος της επικαιρότητας. Ίσως η ποίηση της «Κατερίνας των Εξαρχείων», της γυναίκας του λαϊκού κέντρου, όπως μοναδικά αυτο-ενσαρκώνεται στην ταινία «Παραγγελιά» με την υποβλητική μουσική του Κυριάκου Σφέτσα, να συνιστά ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, το οποίο και την καθιστά πρωτοπόρο, αν μιλήσουμε σε όρους καλλιτεχνικούς. Ένα πλεονέκτημα που προέρχεται από τη φυσική ροπή της ίδιας, από τη βαθιά γνώση της επίθεσης που της εμπιστεύεται η ίδια η ζωή, τη γνώση του φόβου, της απειλής. Ετούτη η πραγματικότητα της Γώγου θα συναντήσει τη φυσική της ροπή, μια κλίση προς την αυτοκαταστροφή, μια στάση που καθρεφτίζεται στην ποίηση και το τέλος της. Η εσωτερική φωνή, αυτή που οδηγεί τον ποιητή και τον άνθρωπο, ακριβώς αυτή η δυναμική θα οδηγήσει τη Γώγου στη διαμόρφωση ενός έργου «εν προόδω», το οποίο καθρεφτίζεται και εκφράζεται με τον πιο σαφή τρόπο μες στη στιχουργική της.
Παρά τις επιταγές της ίδιας της φύσης της, η Κατερίνα Γώγου δεν παύει να διατηρεί το βλέμμα της στραμμένο στα χάη. Η αναφορά στα πουλιά των «Συρμάτων», τυχαίες αναφορές που επιβάλλουν τη στροφή του βλέμματος προς τον ουρανό, αποδεικνύουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο μια κρυφή αισιοδοξία, μια τάση που διατηρείται άσβηστη μέσα της, παρά τον τραγικό της βίο. Η φωνή της, ακόμα και τρεμάμενη, με τη φυσική, υποβλητική της δύναμη, δηλώνει απερίφραστα την επιδίωξή της. «Θα έρθει καιρός», λέει η ίδια και ξορκίζει με το λόγο της όλα όσα φοβάται και απεχθάνεται. Η Γώγου δεν επιδιώκει το συλλογικό. Η ποίησή της είναι βαθιά ατομική και μοναχική. Όμως, σε τούτη την περίπτωση το «ατομικό» στοιχείο όπως αποκρυσταλλώνεται στην ποιητική της Κατερίνας Γώγου, συναντά και διασταυρώνεται με το «συλλογικό», έτσι ώστε η προσωπική επιδίωξη της ποιήτριας να απαντά αρμονικά τις απαιτήσεις και τους φόβους των πολλών. Οι αναρίθμητες μεταφράσεις της, αποδεικνύουν τούτο. Πως δηλαδή, ετούτη η ποίηση, η αλήθεια της Γώγου συνιστά μια κοινή αλήθεια για κάθε άνθρωπο, συνιστά μια βαθιά, ανθρωπιστική κατάφαση στις αγωνίες των καιρών.
Η Κατερίνα Γώγου στέκεται διαχρονική, άκρως επίκαιρη σε όλες τις εποχές. Τούτο δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ποίησής της, η οποία άμεση και συγκλονιστική επωάζεται μες στην ψυχή της. Η συνέχεια, την οποία απολαμβάνει η στιχουργική της Γώγου, οφείλεται και σε έναν άλλο λόγο, μια αιτία που καθιστά ακόμα πιο ξεχωριστή την παρουσία της στα ελληνικά γράμματα. Η Γώγου κατορθώνει, αν μπορεί να θεωρηθεί δόκιμο, να καταστήσει τον εαυτό της λόγο, ποίηση. Πρεσβεύοντας μια αδιαμφισβήτητη, προσωπική αλήθεια η Κατερίνα Γώγου κατορθώνει να σταθεί αληθινή απέναντι στη δημιουργική δράση της, μια δράση, η οποία ταυτίζεται σε απόλυτο βαθμό με το περιεχόμενο των ποιημάτων, με το ύφος της γραφής της, όπως σχηματοποιείται σταθερά σε όλο το εύρος των συλλογών της. Η Γώγου ταυτίζεται με την ποίησή της και έτσι θα παραμείνει στη συνείδηση του αναγνώστη και του μελετητή. Ως μια περίπτωση παθολογική σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά συγκλονιστική σε ποιητικό εύρος. Η ποίηση της Γώγου συνιστά μια προσωπογραφία του ανθρώπου της πόλης, μια ρωπογραφία των πιο φοβερών φόβων. Η ποίησή της αποτελεί μια κορυφαία έκφραση του εαυτού της, ενώ και οι στίχοι της από την άλλη πλευρά διαμορφώνουν το τραγικό περίγραμμα του βίου της.
Είναι βέβαιο πως ο σημερινός μελετητής, στέκει περιφρονητικά απέναντι στο έργο της Κατερίνας Γώγου. Ο βίος της ποιήτριας, η τραχύτητα της γραφής, η στόχευση που εξαπολύει προς το σύγχρονο, αστικό μύθο με τις ιστορικές αλήθειες και τα βιώματα που ακόμα αιωρούνται, δίχως την απαραίτητη εκτίμηση, η ένταση με την οποία συνδέονται οι στίχοι και το πρόσωπό της δεν επιτρέπουν στους κριτικούς να αγγίξουν το έργο της με οδηγό τη σεφερική, καθαρή κριτική. Ετούτη η καταραμένη της ελληνικής ποίησης δεν μπορεί να σταθεί υπομονετική, συγκαταβατική απέναντι σε εκείνους που «κατέδωσε» με την ποίησή της. Νιώθει όμως ο γράφων την ανάγκη να μιλήσει εξ ονόματός της. Όχι γιατί η Κατερίνα Γώγου χρειάζεται την υποστήριξη ή την επιχειρηματολογία για να υπάρχει στο μέλλον. Αλλά γιατί υπάρχει η ανάγκη, όπως προβάλλεται από τους κριτικούς και όπως έχει επικρατήσει να συμβαίνει με τους εκφραστές του λόγου, να ενταχθεί η Γώγου στο ποιητικό σύστημα, φέροντας πάντα την τρομερή ιδιαιτερότητα της ανυπόφορης αλήθειας της. Με δεδομένο, λοιπόν πως κάθε γραφή μπορεί να θεωρηθεί ένα κίνημα ή μια τάση και πώς κάθε ποιητής προσθέτει τη φωνή του στο μεγάλο καταφύγιο των επιφωνημάτων, έτσι και η Γώγου δεν μπορεί παρά να αποτελέσει και εκείνη μια σπουδαία προσθήκη σε τούτη την «κιβωτό.» Μια προσθήκη ικανή να διαφοροποιεί πάντα την ποιητική ιστορία του τόπου και να επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο εκείνο που ο Νιζίνσκι του Σεφέρη πράττει στην «κάμαρα του μύστη.»
Μα μην λησμονηθεί, όμως πως για να μαιρέψει η φωνή της Γώγου δεν αρκεί η κατηγοριοποίηση, η ένταξη. Μια τέτοια προσθήκη δεν είναι ποτέ αρκετή. Η Κατερίνα Γώγου θα ησυχάσει μονάχα όταν ακούσει τις φωνές όλων των παιδιών να τραγουδούν δυνατά και με όλη την ένταση του σώματος και της νιότης τους, στίχους που μιλούν για φίλους, για μέρη πέρα και πάνω από τα σύρματα. Η Κατερίνα Γώγου είναι μια φωνή πηγαία και εκκωφαντική και τούτο ξεπερνά κατά πολύ τις τάσεις και τα ρεύματα.
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
21/09/2011
Αθήνα
http://www.24grammata.com/?cat=65
No Response to "“Κατερίνα, όπως ουρλιαχτό”"
Δημοσίευση σχολίου