Υπέρτατος δικαστής στην αθηναϊκή δημοκρατία είναι ο λαός, που ψηφίζει τους νόμους και τις αποφάσεις, εκλέγει τους άρχοντες κι αποφασίζει για τις ποινές στις δίκες. Αλλά με την ίδια αυστηρότητα προστατεύονται και τα δικαιώματα του ατόμου. Μόνο η συγκεκριμένη κατηγορία από έναν άλλο πολίτη μπορεί πράγματι να οδηγήση στο δικαστήριο έναν Αθηναίο, που πρέπει να υπερασπίση τον εαυτό του απευθείας, πρόσωπο με πρόσωπο με τον κατήγορο.
Δεν υπάρχει, με δύο λόγια, δημόσιος κατήγορος, που να παίρνη άμεσα πρωτοβουλία σαν εκπρόσωπος της κοινωνίας. Στους άρχοντες αφήνεται μόνο το καθήκον να προετοιμάσουν την ανάκριση και να προεδρεύσουν κατά τη δίκη. Αν αργότερα ο κατήγορος αποφασίση ν’ αποσύρη την κατηγορία ή αν δεν πάρη τουλάχιστον το ένα πέμπτο των ψήφων, καταδικάζεται με τη σειρά του σε βαρύ πρόστιμο χιλίων δραχμών και χάνει το δικαίωμα να διατυπώση άλλες κατηγορίες της ίδιας μορφής.
Δεν υπάρχει, με δύο λόγια, δημόσιος κατήγορος, που να παίρνη άμεσα πρωτοβουλία σαν εκπρόσωπος της κοινωνίας. Στους άρχοντες αφήνεται μόνο το καθήκον να προετοιμάσουν την ανάκριση και να προεδρεύσουν κατά τη δίκη. Αν αργότερα ο κατήγορος αποφασίση ν’ αποσύρη την κατηγορία ή αν δεν πάρη τουλάχιστον το ένα πέμπτο των ψήφων, καταδικάζεται με τη σειρά του σε βαρύ πρόστιμο χιλίων δραχμών και χάνει το δικαίωμα να διατυπώση άλλες κατηγορίες της ίδιας μορφής.
Όλοι οι πολίτες μπορούν να γίνουν δικαστές, αρκεί να είναι τουλάχιστον τριάντα
χρόνων και να μην έχουν στερηθή τα πολιτικά τους δικαιώματα. Το σώμα των δικαστών αποτελείται από έξι χιλιάδες πολίτες, που έχουν εκλεγή με κλήρο από τις δέκα φυλές στις οποίες είναι χωρισμένη η Αθήνα, ανάλογα με τον αριθμό των κατοίκων. Για κάθε δίκη, οι δικαστές παίρνουν αποζημίωση δύο οβολούς,ποσό που αντιστοιχεί, περίπου, με το μέσο ημερομίσθιο ενός εργάτη. Πριν πάρουν θέση στο δικαστήριο δίνουν όρκο σ’ αυτόν: «Θ’ αποφασίζω σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του αθηναϊκού λαού και της Βουλής των Πεντακοσίων. Δε θα ψηφίσω ποτέ υπέρ του τυραννικού πολιτεύματος, ούτε υπέρ του ολιγαρχικού. Αν κανείς, θέλοντας να καταλύση το δημοκρατικό πολίτευμα, προπαγανδίζη με λόγια ή ψηφίζη υπέρ της αλλαγής πολιτεύματος, εγώ δε θ’ ακούσω τη γνώμη του. Δε θα δεχθώ να ακυρωθούν τα ιδιωτικά χρέη, ούτε να ξαναμοιραστούν τα κτήματα και τα σπίτια των Αθηναίων… Ούτε θα καταδιώξω κανέναν από τους πολίτες που ζουν στην πολιτεία, παραβιάζοντας έτσι τους νόμους και τα ψηφίσματα του λαού και της Βουλής κι ούτε θα επιτρέψω σε άλλον κανέναν να καταδιώξη, παραβιάζοντας τους νόμους, οποιονδήποτε πολίτη… Δεν θα δεχτώ δώρα ούτε εγώ ο ίδιος, ούτε μέσω άλλου προσώπου.. Θ’ ακούσω με αμεροληψία τον κατηγορούμενο και τον μηνυτή… και θα ψηφίσω ό,τι είναι σωστό και δίκαιο…».
Η δίκη έπρεπε να τελειώση μέσα σε μια μέρα, εκτός αν επενέβαινε κάποια «διοσημεία», μια απροσδόκητη καταιγίδα ή ένας σεισμός, που θ’ ανάγκαζε τον πρόεδρο ν’ αναβάλη τη συνεδρίαση. Κι επειδή ο χρόνος της δίκης είναι περιορισμένος («Δεν ειν’ εύκολο, σε τόσο σύντομο διάστημα, ν’ απαλλαγή κανείς από τόσο σοβαρές κατηγορίες», λέει ο Σωκράτης στην απολογία του), η διάρκεια των αγορεύσεων είναι αυστηρά ρυθμισμένη με την κλεψύδρα. Όσο κρατά η συζήτηση, οι δικαστές μένουν σιωπηλοί και απαθείς ωσότου ο κήρυκας τους καλέση να ψηφίσουν. Αν η κατηγορία απορριφθή, ο κατηγορούμενος αθωώνεται κι όλα τελειώνουν, εκτός αν επιβληθή πρόστιμο στον κατήγορο. Αντίθετα, σε περίπτωση καταδίκης, απαιτείται κατηγορία απορριφθή, ο κατηγορούμενος αθωώνεται κι όλα τελειώνουν, εκτός αν επιβληθή πρόστιμο στον κατήγορο.
Κατήγορος και κατηγορούμενος προτείνουν ο καθένας μια ποινή και οι δικαστές ψηφίζουν υπέρ της μίας ή της άλλης, χωρίς να μπορούν να υιοθετήσουν μέση ποινή. Με λίγα λόγια, δε γίνεται ιδιαίτερη σύσκεψη των δικαστών, ούτε για να εκτιμήσουν τα τυχόν ελαφρυντικά, ούτε για να αποφασίσουν το μέγεθος της ποινής που πρέπει να επιβάλουν. Υπάρχει λοιπόν ένας κίνδυνος, προπάντων στις πολιτικές δίκες: να μετατραπή το δικαστήριο σ’ ένα είδος λαϊκής συνελεύσεως, όπου οι πιο ικανοί δημαγωγοί καταφέρνουν να επιβάλουν τις απόψεις τους.
Οι ποινές είναι θανατικές ή χρηματικές. Η φυλάκιση αντιμετωπίζεται μόνο σαν επικουρική ποινή, όταν ο κατηγορούμενος δεν έχη να πληρώση το πρόστιμο. Είναι φανερό, πως με το σύστημα αυτό της ψηφοφορίας για την ποινή δεν υπάρχει ομοιόμορφη νομολογία και το ίδιο έγκλημα μπορεί να τιμωρηθή με θάνατο ή μ’ ένα ασήμαντο πρόστιμο.
Έτσι επικράτησε και η συνήθεια να προετοιμάζεται από ρήτορες-συνηγόρους η απολογία, που ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να την αποστηθίση για να την απαγγείλη στο ακροατήριο. Οι συνήγοροι αυτοί ή «λογογράφοι», είναι πρόσωπα σπουδαία κι όταν ακόμα δεν έχουν πραγματικό δικό τους ρόλο στις δίκες (ακριβώς επειδή λείπει η μορφή του δημόσιου κατήγορου – εισαγγελέα και την υπεράσπιση έχει αναλάβει ο ίδιος ο κατηγορούμενος). Το αποκλειστικό έργο τους είναι να γράφουν αγορεύσεις.
Αυτό όμως δεν είναι έργο ανώνυμο, ούτε σκοτεινό. Έξω από το δικαστήριο υπάρχει μια ολόκληρη κλίμακα επαγγελματιών δικηγόρων, που η αξία τους υπολογίζεται με βάση τις δίκες που έχουν κερδίσει. Οι πιο καλοί λογογράφοι είναι διάσημοι και ζητούν υπέρογκες αμοιβές. Για να επιτύχουν την αθώωση των πελατών τους καταφεύγουν σ’ όλα τα μέσα, ακόμα και σε υπερβολές, ψέματα ή εκκλήσεις προς τα αισθήματα των δικαστών. Άλλωστε, είναι κοινή συνήθεια να φέρνουν οι κατηγορούμενοι στις δίκες τις γυναίκες τους, τις μητέρες τους ή τα παιδιά τους για να επηρεάσουν τους δικαστές με κλάματα και θρήνους τους.
Έναν τέτοιο λοιπόν τύπο διαδικασίας ο Σωκράτης δεν δέχεται ν’ ακολουθήση.
No Response to "Δικαστές και δικαστήρια στην αθηναϊκή δημοκρατία"
Δημοσίευση σχολίου