Ο θάνατος της «ξυπόλητης ντίβας» από το Πράσινο Ακρωτήρι πριν από λίγες ημέρες στα 70 της χρόνια, στέρησε από την παγκόσμια μουσική σκηνή μια από τις πιο ιδιαίτερες φωνές
«Αν ήξερα ότι πεθαίνουν κι οι νέοι, δεν θα ερωτευόμουν ποτέ κανέναν»…
Ενα τυχαίο δείγμα στίχων από το ρεπερτόριο της Σεζάρια Εβόρα καταδεικνύει τις μεγάλες έγνοιες που εξύμνησε με τη βαθιά, μεταξένια και ανεξίτηλα μαριναρισμένη σε αλκοόλ και νικοτίνη φωνή της: μοιρολατρία, ερωτικός καημός, λαχτάρα, προσμονή, νόστος. Η ερμηνεύτρια του «Sodade», τραγούδι συνώνυμο της μοναξιάς και της νοσταλγίας ενός λαού που ζει κυρίως μακριά από την πατρίδα του (τα
δύο τρίτα των ανθρώπων που δηλώνουν καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήρι ζουν έξω από τη χώρα), υπήρξε για πολλούς η απόλυτη ενσάρκωση της - μάλλον αόριστης και γενικόλογης - κατηγορίας «παγκόσμια μουσική» ή «έθνικ», η τραγουδίστρια που έγινε σύμβολο μυθιστορηματικού εξωτισμού αλλά και γνήσιου πάθους ως κρεολή γκεστ σταρ στις ιστορίες κόμικς με ήρωα τον.... Κόρτο Μαλτέζε. Εκ φύσεως αντιστάρ (με τη δυτική έννοια του όρου), κατάφερε με την ασυμβίβαστη συμπεριφορά της να γίνει σύμβολο sui generis ερμηνεύτριας τεράστιας γκάμας που δεν θα μπορούσε να την μπερδέψει κάποιος με καμιά άλλη, τοποθετώντας τον εαυτό της στο πάνθεον τραγουδιστριών που η ίδια θαύμαζε όπως η Μπίλι Χόλιντεϊ, η Ουμ Καλσούμ και η Εντίτ Πιαφ.
Γεννημένη τον Αύγουστο του 1941 στο Μιντέλο, κωμόπολη του Σάο Βισέντε - ένα από τα δέκα νησιά που απαρτίζουν το Αρχιπέλαγος του Πράσινου Ακρωτηρίου - ανατράφηκε κυρίως από τη μαγείρισσα μητέρα της («πλάι στον φούρνο σου μας μεγάλωσες με τη μαύρη φούστα σου και το μικρό σου μαντίλι, δείχνοντάς μας ποιοι είμαστε», θα τραγουδούσε αργότερα) βιώνοντας τα πρώτα χρόνια συνθήκες «αξιοπρεπούς φτώχειας» όπως είχε τονίσει. Ο πατέρας της, που κέρδιζε τα προς τα ζην ως βιολιστής σε τοπικές εκδηλώσεις, πέθανε πρόωρα - πιθανότατα εξαιτίας προχωρημένου αλκοολισμού - όταν αυτή ήταν μόλις επτά χρονών. Λίγο καιρό μετά, απελπισμένη από τη φτώχεια που είχε πάψει πλέον να είναι «αξιοπρεπής», η μάνα της αποφάσισε να εμπιστευτεί τη μικρή στη φροντίδα του τοπικού ορφανοτροφείου, εκεί όπου θα ανακάλυπτε τις μεγάλες δυνατότητες της φωνής της, μαθαίνοντας να τραγουδά με την παιδική χορωδία.
Στην εφηβεία, εγκατέλειψε το ορφανοτροφείο (ήταν δεκατριών χρονών, ηλικία «ενηλικίωσης» στα μέρη όπου οι συνθήκες αναγκάζουν τους ανθρώπους να μεγαλώνουν πρόωρα) αλλά και το τραγούδι, αναζητώντας δουλειά μοδίστρας. Τρία χρόνια αργότερα, όμως, η σχέση της με τη μουσική αναζωπυρώθηκε όταν γνώρισε τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής της, έναν ναύτη ονόματι Εντουάρντο, ο οποίος της έμαθε τα βασικά στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής κληρονομιάς του Πράσινου Ακρωτηρίου, τις μελαγχολικές και υπνωτικά σαγηνευτικές θρηνωδίες, τα περίφημα mornas. Ο έρωτας δεν κράτησε, υπήρξε όμως η αφετηρία της καριέρας της αφού από τα 17 της ήδη τραγουδούσε στα μπαρ του Μιντέλο (με ονόματα εξωτικά αλλά και ξεπεσμένης αποικιοκρατικής αίγλης όπως Calypso και Café Royal) συχνά χωρίς αμοιβή αλλά με απεριόριστη και δωρεάν πρόσβαση στην μπάρα των μαγαζιών, γεγονός που εξηγεί ίσως τη μακροχρόνια εξάρτηση από το αλκοόλ, το οποίο - αντίθετα από το τσιγάρο που έμεινε αναμμένο στο χέρι της έως το τέλος - αναγκάστηκε να κόψει μαχαίρι στα μέσα του '90.
Παρά την αναγνώριση, τη συναναστροφή με τους πιο γνωστούς μουσικούς της πατρίδας της και τη μοναδική ερμηνεία της στα παραδοσιακά εθνικά μπλουζ, η επιτυχία παρέμενε απρόσιτη ακόμα και μετά την απελευθέρωση του Πράσινου Ακρωτηρίου από τον αποικιοκρατικό ζυγό της Πορτογαλίας το 1975. Θα ακολουθούσαν τα πέτρινα χρόνια, όπου η καριέρα της για μια δεκαετία θα τελμάτωνε σε ένα καθαρτήριο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (αλλά και μπόλικου αλκοόλ), ώσπου ένα ταξίδι στη Λισαβώνα έμελλε να αποδειχθεί η πιο κρίσιμη καμπή στην πορεία της.
Υστερα από τις έντονες παροτρύνσεις του Μπάνα, θρυλικού «γκουρού» της μουσικής του Πράσινου Ακρωτηρίου και της εμιγκρέ κοινότητας των συμπατριωτών του στην πορτογαλική πρωτεύουσα, η Εβόρα έφτασε στην πόλη το 1985 για μια σειρά εμφανίσεων που είχαν ευτυχή κατάληξη την ηχογράφηση του πρώτου της δίσκου. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων γνώρισε έναν νεαρό γάλλο θαυμαστή με καταγωγή από την πατρίδα της. Το όνομά του ήταν Χοσέ ντα Σίλβα και έμελλε να γίνει ο προσωπικός της παραγωγός και μέντορας, αυτός που την έπεισε να ηχογραφήσει το 1988 στο Παρίσι το «La diva aux pieds nus» («Η ξυπόλητη ντίβα»), δουλειά που θα απογείωνε την καριέρα της διεθνώς κυριολεκτικά εν μια νυκτί.
Από εκείνο το σημείο και μετά, η θέση της στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα δεν θα ετίθετο ποτέ υπό αμφισβήτηση. Τα χρόνια περνούσαν, αλλά έμοιαζε ότι μάλλον απελευθερώνουν παρά βαραίνουν τη δημιουργική της εξέλιξη. Οι επιτυχίες έρχονται η μία μετά την άλλη με άλμπουμ που εξερευνούν πτυχές της μουσικής παράδοσης της Δυτ. Αφρικής και οι περιοδείες της ανά τον κόσμο (η Ελλάδα αποτελεί τακτικό σταθμό) συνεχίζονται με ακαταπόνητους ρυθμούς μέχρι πέρυσι οπότε δήλωσε πρώτη φορά «εξουθενωμένη».
Τον τελευταίο χρόνο είχε αποσυρθεί στο πατρικό σπίτι της στο Μιντέλο, όπου δεχόταν καθημερινά φίλους και συγγενείς. Παρά τη φήμη και τα χρήματα που της είχε προσφέρει - έστω και αργά στη ζωή - η καριέρα της, παρέμεινε όπως έγραψε στη νεκρολογία της, η «Guardian», «μια στωική καπνίστρια που απέρριπτε κοφτά τις σειρήνες της δημοσιότητας διατηρώντας πάντα το Σάο Βισέντε ως μόνιμη έδρα της». Οι επεκτάσεις που είχε κάνει στην παλαιά κατοικία περιελάμβαναν τουλάχιστον δέκα υπνοδωμάτια έτσι ώστε να μπορεί να φιλοξενηθεί όποιος ήθελε αν το επέβαλλαν οι περιστάσεις - δηλαδή, κουβέντα και τραγούδι μέχρι το πρωί, κάτι που συνέβαινε σχεδόν καθημερινά.
2 Μηνύματα στην ανάρτηση "....Η βασίλισσα της μοναξιάς..."
Οσα τραγουδια κι αν ειχε ερμηνευσει
περιμενε τον ΕΝΑ Συνθετη της ΖΩΗΣ που θα τραγουδουσε
Εκεινη την Ιδια....
Σ'αυτον τον χορο
η ΜΟΝΑΞΙΑ είναι παντα δυαδική!!!
Χρόνια Πολλά και Υπεροχα, Μαγικό Κορίτσι....
@~reflection~ XΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ποιήτριά μου,σ'ευχαριστώ που με τιμάς με τα ωραία και εύστοχα σχόλιά σου...
Φιλιά πολλά!
Δημοσίευση σχολίου