Mια αληθινή ιστορία φίλοι μου για τη χρεοκοπία του 1932 που δίνει το στίγμα των καιρών και το μήνυμα των χρεοκοπιών.(και το ξεπούλημα των χρυσαφικών με τα ενεχυροδανειστηρια που εχουν ξεφυτρώσει σαν τα μανιτάρια ,όπως πριν λίγο καιρο τα ..χρηματιστήρια..!)
Ο μπαρμπα- Γιάννης ο Σμυρνιός, θερμόαιμος και γλυκοαίματος Μικρασιάτης, άφησε έντονο το αποτύπωμά του στη Σαλονίκη, από το Μεσοπόλεμο μέχρι πρόσφατα, αφού εκεί ριζοβόλησε η οικογένειά του μετά το διωγμό.
Πληθωρικός στη διάπλαση του σώματος αλλά και στο χαρακτήρα, πολύξερος,
πολυλογάς, εύθυμος, διασκεδαστικός και ξύπνιος μιλούσε άπταιστα πέντε γλώσσες, όπως έλεγε. Την
ελληνική, την τουρκική, τη γαλλική, του σαλονιού και του λιμανιού.
Και διευκρίνιζε για τις δύο τελευταίες: των σαλονιών της Σμύρνης που η εύπορη...
οικογένειά του εγκατέλειψε ανεπιστρεπτί στη Μικρασιατική καταστροφή και του λιμανιού της Θεσσαλονίκης όπου δούλεψε για πολλές δεκαετίες αχθοφόρος μετά την προσφυγιά.
Διάβαζε ιστορία, λάτρευε τις αλησμόνητες πατρίδες κι έτρεφε ιερή προσήλωση στις παραδόσεις. Το σπιτικό του δεν διέφερε από λαογραφικό μουσείο στολισμένο με γνήσιο μεράκι από κειμήλια, στολές, μπακιρικά κάθε λογής κι άλλα ιερά ενθύμια απ΄ την αγαπημένη του Ιωνική γη.
Αλλά περισσότερο απ΄ τα μουσειακά αντικείμενα υπήρξε ο ίδιος ένα κινητό μουσείο αφού είχε αρχειοθετήσει στη μνήμη του τραγούδια, χορούς, πρόσωπα, αναμνήσεις, έθιμα και ήθη της Μικρασίας. Τα τηρούσε όλα με θρησκευτική ευλάβεια. Πρωτοστατούσε στους χορούς των σμυρνέικων συλλόγων, έμαθε στο γιο του τουμπερλέκι και γκάιντα κι έπαιζαν μαζί στις γιορτές στα φιλικά σπίτια και στο δικό τους. Συγκινούσε τους πάντες με τη λεβεντιά, το κέφι, την αλέγρα συμπεριφορά του και την αθυροστομία του ενίοτε. Καρδιά σπάνια, φυσιογνωμία ξεχωριστή.
Ένα μικρό σαράκι ενοχής - ειρήσθω εν παρόδω - θα τριβελίζει τη συνείδησή μου που δεν προλάβαμε να κάνουμε βιβλίο τους αρχειακούς θησαυρούς του, καθώς του είχα υποσχεθεί πριν αποδημήσει για τις άλλες πατρίδες, τις ουράνιες, που σίγουρα θα έχουν κάτι από Σμύρνη στα δικά του μάτια.
Έφυγε αιφνίδια απ΄ τη ζωή, πικραμένος, με έναν ανεκπλήρωτο καημό, ενώ η λαογραφία μας σίγουρα στερήθηκε ένα ιδιαίτερο πλούτο από τις γνώσεις και τα μυστικά του.
Επιδέξιος δεν ήταν μόνο στα χέρια. Στο «λέγειν» είχε το μεγάλο χάρισμα. Καλλιτέχνης στην καλαθοπλεκτική, στον ελεύθερο χρόνο του, έφτιαχνε τα ομορφότερα πανέρια της Θεσσαλονίκης με άσπρο πεντακάθαρο καλάμι.
Με την ίδια άριστη πλοκή , συνάμα, συναρμολογούσε και τις συναρπαστικές ιστορίες του καθηλώνοντας τον ακροατή του καθώς τις φόρτιζε με ζωντανό λόγο και συναίσθημα φλογερό.
Ανάμεσα στις διηγήσεις του, που πρόλαβα να καταγράψω ήταν και η ακόλουθη περιγραφή, συναφής προς τη σύγχρονη πενιχρή πραγματικότητα. Μια ιστορία ενδεικτική για τις απεγνωσμένες προσπάθειες του λαού μας να κρατηθεί στη ζωή σε μία προηγούμενη και σοβαρή οικονομική κρίση, κατά το 1932.
Γ ι α μ ι α «ν τ ο ύ μ π λ α» δ ρ α χ μ έ ς «Τα δέκα πρώτα χρόνια μετά τον ξεριζωμό του 1922 πέρασαν γεμάτα βάσανα, ανέχεια κι αρρώστιες για την οικογένειά μου. Δυστυχώς, χάσαμε το ένα αδελφάκι μου από τύφο κι ο πατέρας αγκομαχούσε για να θρέψει τα άλλα εννιά στόματα. Η μάνα φρόντιζε πέντε παιδιά και δυο γέρους κι εγώ ο μεγαλύτερος, στα δεκαπέντε τότε, έκανα θελήματα στο λιμάνι κουβαλώντας κασέλες με μπακαλιάρο που ξεφόρτωναν τα εγγλέζικα καράβια ή καλαμπόκι απ΄ τη Ρωσία.
Η Ελλάδα, πάνω που πήγε να ορθοποδήσει από το πλήγμα της Μικρασιατικής καταστροφής βρέθηκε αντιμέτωπη όπως κι όλη η οικουμένη με τη χρεοκοπία του 1929 - 1932.
Οι άνθρωποι δεν είχαν τα απαραίτητα για να ζήσουν τις πολυάριθμες οικογένειές τους καθώς είναι γνωστό πως έκαναν πολλά παιδιά οι Έλληνες τότε.
Αναγκάζονταν λοιπόν να πουλάνε κοψοχρονιά τα ελάχιστα χρυσαφικά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στους αργυραμοιβούς.
Σε ηλικία 25 χρονών, ένα πρωί με έστειλε ο πατέρας μου να πουλήσω κι εγώ ένα μενταγιόν της γιαγιάς, κειμήλιο απ΄ τις πατρίδες, για το γάμο της αδελφής μου.
Αυτό που έζησα εκείνες τις μέρες δεν περιγράφεται. Μόνο αν κανείς στεκόταν στην πρώτη αίθουσα της Τράπεζας της Ελλάδος θα μπορούσε να αντιληφθεί την τραγωδία που παιζόταν με την προσφορά χρυσών λιρών και κοσμημάτων.
Πλήθος ανθρώπων κάθε κοινωνικής τάξης και ηλικίας συνωθούνταν μπροστά στη μοναδική θυρίδα και περνούσαν ένα ψυχολογικό μαρτύριο μέχρι να καταφέρουν να πουλήσουν τα χρυσαφικά τους.
Αυτό συνέβαινε γιατί το κράτος απαγόρευε με νόμο να αγοράζουν χρυσό οι χρυσοχόοι παρέχοντας το δικαίωμα μόνο στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Από την άλλη, η τράπεζα βρέθηκε απροετοίμαστη για την εξυπηρέτηση του κοσμάκη που είτε από ανάγκη είτε από ανασφάλεια κατέκλυζε καθημερινά το γκισέ της.
Ετσι ήταν απίστευτη η ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλονταν όσοι είχαν να παραδώσουν ένα χρυσό νόμισμα. Πρώτα έπρεπε να αποταθεί ο κάθε βασανισμένος στον εκτιμητή της αξίας του κοσμήματος.
Από κει έπαιρνε έναν αριθμό και περίμενε τη σειρά του μπροστά σε άλλη θυρίδα μέχρι να κληθεί για να του ζυγίσουν το νόμισμα. Κατόπιν, με σχετικό σημείωμα πήγαινε σε άλλο υπάλληλο και μετά στο λογιστή που του έβγαζε το κοστολόγιο με βάση την τρέχουσα τιμή της ημέρας.
Και αφού του έδινε τη σχετική απόδειξη μπορούσε να πάει τελικά στο ταμείο όπου και έπαιρνε τα ελάχιστα χρήματα που ποτέ δεν έφταναν για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες του.
Πόση ώρα χρειαζόταν αυτή η διαδικασία δεν απασχολούσε, φαίνεται, κανέναν αρμόδιο αφού το ωράριο των συναλλαγών αυτών ήταν αυστηρά καθορισμένο από τις 9 μέχρι τις 12 κάθε πρωί.
Έτσι ο περισσότερος κόσμος ταλαιπωρούνταν όχι για ώρες αλλά για μέρες. Πολλοί έρχονταν στη Θεσσαλονίκη για να πουλήσουν μια ντούμπλα - όπως αποκαλούσαν χειροποίητα φλουριά και κοσμήματα.
Την αγόραζε η τράπεζα για 400 δραχμές, όσα χρειάζονταν για να φορτώσουν 100 οκάδες καλαμπόκι και να πάνε στα χωριά τους για να θρέψουν τις φαμίλιες τους.
Η Συνέχεια και το τέλος αύριο..
Διαβάστε περισσότερα http://ektiesthisi.blogspot.com/2011/10/blog-post_6882.html#ixzz2gRTtrE5z
No Response to "Το ξεπούλημα των χρυσαφικών (Α' μέρος)"
Δημοσίευση σχολίου