Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα αλλιώτικη, η χώρα των Λέξεων. Ήταν γεμάτη με οροσειρές φτιαγμένες από λέξεις. Τα σύνορά της ήταν περιτριγυρισμένα από βουνά γραμμάτων. Τα πιο σπουδαία από αυτά ήταν η οροσειρά της ΑΓΑΠΗΣ, λιγάκι ανατολικότερα το μέγα βουνό της ΟΡΓΉΣ, δυτικά απλώνονταν οι βουνοκορφές της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, παρακεί το όρος της ΤΕΧΝΗΣ.
Βορινά αντίκρυζε κανείς τις ραχούλες της ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΙΑΣ και στο κέντρο δέσποζε η οροσειρά της ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ. Ενδιάμεσα, όπου περίσσευε χώρος, τον γέμιζαν τα λοφάκια της ΘΛΙΨΗΣ.
Οι κάτοικοι αυτής της χώρας ήταν όλοι ορειβάτες. Με το που γεννιόντουσαν μάθαιναν να σκαρφαλώνουν. Μερικοί δοκίμαζαν να ανέβουν σε δύο-τρία βουνά πριν καταλήξουν σε ένα συγκεκριμένο. Οι
περισσότεροι όμως διάλεγαν το βουνό τους και αναρριχώνταν σε αυτό καθημερινά όλο και πιο ψηλά. Κάθε μέρα είχαν να επιδείξουν την κατάκτηση και μιας νέας κορφούλας. Τότε περιχαρείς πέφταν το βράδυ στα μαλακά τους κρεβατάκια και ονειρεύονταν την κατάκτηση της ψηλότερης κορφής του βουνού τους.
Αυτό όμως δεν τους αρκούσε. Δεν ήθελαν μονάχα να κατακτήσουν την ψηλότερη κορφή του βουνού που είχαν διαλέξει. Ήθελαν κιόλας να αποδείξουν σ’όλους τους άλλους ότι το δικό τους το βουνό ήταν το ψηλότερο. Έτσι είχαν χωριστεί σε ομάδες ισάριθμες με τα βουνά της χώρας τους. Ο ορειβατικός σύλλογος των Αγαπώντων φορούσαν ροζ μπότες. Ο σύλλογος των Οργισμένων μπλε σκούφους. Οι Ελεύθεροι γαλάζια φτερά. Οι Καλλιτέχνες πένες, πινέλα ή σμίλες πίσω από το αυτί.
Οι Φιλοχρήματοι μπλούζες από ραμμένα μεταξύ τους χαρτονομίσματα. Οι Αλαζονικοί λοφία από πολύχρωμα φτερά. Και τέλος ο ορειβατικός σύλλογος των Θλιμμένων που πάντα περπατούσαν με τους ώμους πεσμένους. Όλοι τους, όταν δεν ορειβατούσαν, φιλονικούσαν μεταξύ τους για το ποιος από τους συλλόγους ήταν ο καλύτερος. Καμμιά φορά πολεμούσαν στ’αλήθεια και εκτόξευαν με τα κανόνια τους, άλλοι λόγια αγάπης, άλλοι ξεφωνητά οργής. Μερικοί πετούσαν με φόρα στους αντιπάλους τους κατακέφαλα επαναστατικά συνθήματα, για να μην πούμε για όσους χρησιμοποιούσαν αιχμηρά βέλη από ποιητικούς στίχους και χρώματα ζωγραφικής. Αξίζει να μνημονεύσουμε τη μεγάλη μάχη στην πεδιάδα των Αξιών όπου οι Φιλοχρήματοι, που είχαν συμμαχήσει με τους Αλαζονικούς, σκέπασαν με σωρούς από κέρματα τους αντιπάλους τους και θα επικρατούσαν, αν οι Θλιμμένοι δεν ξέπλεναν τους σωρούς με τα ποτάμια των δακρύων τους. Πάντως όταν οι κάτοικοι της χώρας των λέξεων δεν πολεμούσαν μεταξύ τους, ήταν απασχολημένοι με την αναρρίχηση.
Οι Αγαπώντες με τις ροζ μπότες ξεκινούσαν από την πιο χαμηλή κορφούλα, την Αγάπη Για Τους Γονείς. Συνέχιζαν ακάθεκτοι μέχρι να κατακτήσουν τη δύσβατη κορφή του Έρωτα.
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Τότε φορούσαν κονκάρδες σε σχήμα καρδιάς με το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα αγκαλιασμένους. Πέφταν, ξαναπέφταν, ξανασηκώνονταν, κάποιοι τελικά τα κατάφερναν κι αυτοί βρίσκαν ένα ζευγάρι δυνατά φτερά έπαθλο στην κορυφή, που το φορούσαν σε όλη την υπόλοιπη ζήση τους. Κάποιοι έχαναν τον προσανατολισμό τους και δεν έφταναν ποτέ ούτε στους πρόποδες. Άλλοι ξεγελιόντουσαν και ανέβαιναν αλλού, πιστεύοντας πως αυτό είναι το βουνό του Έρωτα. Οι μισοί από αυτούς ανάκαλυπταν το σφάλμα τους έντρομοι και κατάκοποι, αλλά παρόλα αυτά συνέχιζαν να ψάχνουν το αληθινό βουνό του Έρωτα. Οι άλλοι μισοί δεν το ανακάλυπταν ποτέ ή έκριναν ότι είχαν χάσει πολύ χρόνο και δεν προλαβαίνουν να ξαναπροσπαθήσουν. Αυτοί ξεκαρφίτσωναν τις κονκάρδες με το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα και τότε γίνονταν ξαφνικά τόσο αδύναμοι που σέρναν τα πόδια τους. Μετά ανάβαιναν στο βουνό της Αγάπης Των Παιδιών Τους. Η ανάβαση ήταν εύκολη, όμως οι περισσότεροι κάνανε το σφάλμα να ζώνουν με αλυσίδες το βουνό και τότε δυνατοί σεισμοί τους στέλνανε με μια γλιστερή τσουλήθρα από την κορυφή στα ριζά. Η ψηλότερη πάντως κορυφή της οροσειράς της Αγάπης ονομαζόταν Αγάπη Για Τον Άνθρωπο. Αυτήν ελάχιστοι την είχαν πατήσει και γι’αυτό οι υπόλοιποι, που δεν κάνανε καν τον κόπο να προσπαθήσουν, τους θεωρούσαν ή αγίους ή ηλιθίους.
Οι Οργισμένοι ήταν οι πολυπληθέστεροι. Τόσο, που η χώρα των Λέξεων, όταν την έβλεπε κανείς από αεροπλάνο, έμοιαζε μπλέ εξαιτίας των μπλέ σκούφων τους και του ελαφρώς μπλάβου δέρματός τους από το συνεχή θυμό. Σχεδόν όλοι είχαν ξεχάσει πια γιατί ήταν τόσο οργισμένοι. Είχαν όμως τόσο συνηθίσει, που συνέχιζαν να θυμώνουν κάνοντας μάλιστα πρόβες στον καθρέπτη για να δουν αν μπλαβίσαν ακόμα περισσότερο. Θα έλεγε κανείς ότι καμάρωναν με το θυμό τους και λίγο τους ενδιέφερε προς ποιον θα τον ξαμολύσουν. Υπήρχαν όμως μερικοί που ποτέ δεν ξεχνούσαν το λόγο της οργής τους και μήτε που τους άρεσε να θυμώνουν αλλά ξέρανε πως δε γίνεται να κάνουν αλλιώς.
Η τύφλωση του Πολυφήμου από τον Οδυσσέα, Μουσείο Άργους (7ος αι. π.Χ.)
Πάντως όλοι σχεδόν ανεξαιρέτως είχαν από καιρό γίνει άθεοι ή είχαν πια ξεχάσει εκείνο τον παμπάλαιο θεό τους, που τους μάθαινε πώς να συγκρατούν την οργή τους μέχρι να βρουν κατάλληλη ευκαιρία να εκδικηθούν τον Πολύφημό τους. Αλλιώς θα έμεναν για πάντα κλεισμένοι στη σπηλιά του. Πράγμα που είχαν πάθει οι περισσότεροι οργισμένοι και τώρα απορούσαν τι άραγε να σημαίνει η λέξη «τλημοσύνη»(1) που έβλεπαν παντού χαραγμένη στα τοιχώματα της σπηλιάς από κάποιον Οδυσσέα.
Στα βουνά της Ελευθερίας, οι Ελεύθεροι πετούσαν με όμορφα φτερά- αν και μερικά μαδημένα ή ξέθωρα από την πολυκαιρία- φτιαγμένα από γαλάζια συνθήματα. Τα φτερά όμως δεν τους έκαναν να σκαρφαλώνουν γρηγορότερα από τους άλλους, αφού σε κείνα τα μέρη φυσούσαν συνεχώς δυνατοί αέρηδες που παράσερναν τους δύστυχους ορειβάτες σε άλλα βουνά
"H αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα", Jan Saenredam, 1604
ή το χειρότερο σε αλλόκοτες σκοτεινές σπηλιές (2) που ήταν αναγκασμένοι να κάθονται σ’όλη τους τη ζωή δεμένοι σε καρέκλες με τις πλάτες γυρισμένες στον ήλιο, τόσο που ούτε που είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή του. Όλοι τους, εκτός από τους κλεισμένους στη σπηλιά που τους αρκούσε το φως του κεριού και περνούσαν για τρελό όποιον τους μίλαγε για την ύπαρξη του ήλιου, θέλανε να φτάσουν στην ψηλότερη κορφή για να μπορούν να αντικρύσουν ευκολότερα κατάματα τον ήλιο. Κάποιοι τα κατάφερναν μετά βίας αλλά οι πιο πολλοί γκρεμίζονταν καθ’οδόν σε χαράδρες γεμάτες κοκαλάκια για τα μαλλιά, καλλυντικά, αυτοκινητάκια, χαρτοπετσέτες, οδοντογλυφίδες, ρούχα, παιγνίδια, φελλούς, σπάνια φαγιά, πινέζες, κουκλόσπιτα, αρωματικά κεριά, χαλιά, βίδες σπιρτόκουτα, οθόνες και θάβονταν εκεί για πάντα. Οι περισσότεροι πάντως ξεχνούσαν σπίτι τα ειδικά γυαλιά που τους επέτρεπαν να βλέπουν μέσα τους και γι’αυτό δε βλέπανε πού είναι η ψηλότερη κορφή της οροσειράς τους. Μάταια την αναζητούσαν έξω τους.
Οι ορειβάτες-Καλλιτέχνες ήταν οι πιο αλλόκοτοι απ’όλους. Τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι υπόλοιποι, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ούτε τι έκαναν, ούτε γιατί. Κάποιος ποιητής (3) σαν πρόκες κάρφωνε τις λέξεις να μην τις παίρνει ο άνεμος. Έναν άλλο τον κοροϊδεύανε ποιητή της Κυριακής (4), επειδή κοιτούσε συνεχώς κατάματα τον ήλιο τον ηλιάτορα, και σχεδόν ποτέ τα σκοτάδια, όμως πράγμα περίεργο, όχι μόνο δεν τυφλώθηκε από το δυνατό φως, αλλά έγινε κι ο ίδιος ένας δεύτερος ήλιος.
Άλλος έβγαλε από την ψυχή του ένα κομμάτι μάρμαρο και σμίλευε πάνω του κόρες και κούρους. Ένας τρίτος άγγιξε με το ακροδάκτυλό του το Θεό και τον Αδάμ και τους έδωσε πνοή (5).
Κάποιος ζωγράφισε ένα συννεφιασμένο ουρανό κι από τότε τα σύννεφα αντιγράφουν τον πίνακά του για να μοιάζουν αληθινά (6). Ένας άλλος άνοιγε το κεμέρι με τις νότες και ύφαινε μ’αυτές στις καρδιές των τριγύρω του ανεξίτηλα το αρχοντόπουλο, τον Κεμάλ (7). Υπήρχαν κι άλλοι όμως καλλιτέχνες-ορειβάτες που τα μάτια τους ήταν σκεπασμένα με δυο φλουριά, γι’αυτό και δε βλέπανε ούτε τα χρώματα ούτε τα λόγια που τους ψιθύριζε η ψυχή τους, μόνο πασάλειβαν τα χαρτιά τους με ορνιθοσκαλίσματα ή τραγουδούσαν με την άψογη φωνή τους αλλά δεν ακουγόταν παρά ένας άψυχος μεταλλικός κρότος τρομερά παράφωνος μέσα στην τελειότητά του.
Οι Φιλοχρήματοι ήταν ανεπαρκώς εφοδιασμένοι για ορειβασία. Οι μπλούζες τους οι φτιαγμένες από χαρτονομίσματα σκίζονταν κάθε τόσο και έπρεπε να ράβουν άλλες, αλλά ακόμα και έτσι η καρδιά τους ξεπάγιαζε σε τέτοια υψόμετρα.
Ο Μίδας, James Gillray (1757-1815)
Ο καθένας τους σκαρφάλωνε ολομόναχος μέσα σε μια κάψουλα που δε χωρούσε άλλον κανένα. Συχνά-πυκνά παραμόνευαν στις κακοτοπιές τους φτωχούς περαστικούς να τους αρπάξουν το υστέρημα και την αξιοπρέπειά τους. Τότε η κάψουλά τους μίκραινε και αναγκάζονταν για να χωρέσουν να πετάξουν ένα κομμάτι του εαυτού τους: τη συνείδησή τους που έκτοτε τριγύρναγε σα μαύρο φάντασμα ανέστιο να στοιχειώνει εκείνα τα βουνά. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ήταν όλοι τους εξαιρετικά επίμονοι. Αλλά οι δυστυχείς δεν έβλεπαν κάτι που ήξεραν όλοι οι άλλοι κάτοικοι της χώρας που αγνάντευαν από μακριά: ότι το όρος της ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΙΑΣ δεν έχει ψηλότερη κορφή που να μπορεί να κατακτηθεί. Γιατί πάνω που νόμιζε κάποιος πως την πάτησε και ήρθε η ώρα να αναπαυθεί, θάμα μεγάλο συνέβαινε, αυτή ψήλωνε κι άλλο. Ήταν άπιαστη. Κι όπως κάθε τι το άπιαστο άφηνε στους ορειβάτες το αίσθημα του ανικανοποίητου. Τότε ήταν στιγμές που θέλανε ένα γλυκό λόγο παρηγόριας, μα ήταν η κάψουλά τους μικρή, πολύ μικρή και δε χώραγε κανέναν για να τους τον ψιθυρίσει. Ούτε καν τη συνείδησή τους.
Οι Αλαζόνες είχαν δημοφιλή σύλλογο με πολλά μέλη. Κυκλοφορούσαν πάντα με λοφία με πολύχρωμα φτερά, για να ξεχωρίζουν από τους άλλους. Τα φτερά συχνά μαδούσαν αλλά εκείνοι συνέχιζαν να καμαρώνουν, γιατί δε βλέπανε πέρα από τη μύτη τους ώστε να το αντιληφθούν. Και αυτό ήταν αναμενόμενο, αφού η μύτη τους ήταν τόσο μεγάλη και διαρκώς στραμμένη προς τα πάνω, που τους έκρυβε τη θέα των μαδημένων γελοίων φτερών τους. Έτσι έπαθε για παράδειγμα μία σύζυγος ιατρού που κράτησε καρέκλα δίπλα της για την τσάντα της διώχνοντας όποιον πήγαινε να καθήσει. Η τσάντα της ήταν σπουδαίο πρόσωπο και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ένας άλλος, στρατηγός, βημάτιζε πάνω-κάτω με τη μεγάλη του στολή και μάζευε βόμβες να αφανίσει τις μυρμηγκοφωλιές κάτωθε του. Μία συγγραφέας δεν ήξερε τι άλλο να πει για τον εαυτό της κι όλο επανάλαμβανε μονότονα ότι είχε γράψει εικοσιπέντε βιβλία, εικοσιπέντε βιβλία, εικοσιπέντε βιβλία. Όλοι τους είχαν από έναν μαγικό καθρέπτη που ανελλιπώς ρωτούσανε:
«Καθρέπτη καθρεπτάκι μου, ποιος στον κόσμο αυτό είναι ο πιο δυνατός;» αυτό ήταν το πιο συχνό ερώτημα, αλλά πολλοί ρωτούσαν επίσης ποιος είναι ο πιο μορφωμένος ή ο πιο ωραίος ή ποιος έχει τα περισσότερα πτυχία ή τη μεγαλύτερη εξουσία, ή την καλύτερη δουλειά ή το πιο πράσινο δέρμα (ξέχασα να πω ότι στη χώρα αυτή όσο πιο πράσινος ήταν κανείς τόσο πιο πολύ παιρνιόταν για σπουδαίος. Τα άλλα χρώματα θεωρούνταν κατώτερα). Ο καθένας τους είχε από ένα καλάμι, που δεν το ξεκαβαλίκευε ούτε στον ύπνο του και που στα μάτια του φάνταζε περήφανο άτι με πλούσια χάμουρα και χρυσοκέντητη σέλα. Κι όταν δε θέτανε κάποιο ερώτημα στο μαγικό τους καθρέπτη, κάνανε βόλτες καβάλα στο καλάμι τους γύρω από το εγώ τους που είχε φύγει από πάνω τους και είχε θρονιαστεί στο κέντρο του παντός τους.
Τριγύρω από αυτά τα βουνά ζούσανε οι Θλιμμένοι σε χαμηλά λοφάκια. Συχνά κρύβανε θησαυρούς μέσα τους, αλλά όταν πήγαιναν να τους ανασύρουν συνήθως μπερδεύονταν τόσο στους ιστούς της θλίψης, που κατέληγαν να μένουν κλεισμένοι στο κουκούλι τους κι αυτοί κι οι θησαυροί τους.
Γέρος άντρας βουτηγμένος στη θλίψη, Vincent van Gogh
Μερικοί ξεμείναν στους λόφους αυτούς, επειδή η ορειβασία τους φαινόταν πολύ δύσκολη ή άνευ ενδιαφέροντος. Κάποιοι άλλοι είχαν απογοητευτεί από τις μάταιες προσπάθειες να ανέβουν σε κάποια από τις ψηλές βουνοκορφές που τους τριγύριζαν ή παραπάτησαν και γκρεμίστηκαν από αυτές. Άλλοι πάλι χάσαν τους αγαπημένους τους και η ζωή τους φαινόταν δυσβάστακτη χωρίς αυτούς. Ή γεννήθηκαν θλιμμένοι και δεν ξέραν το γιατί. Τα δάκρυά όλων τους σχημάτιζαν ποτάμια ορμητικά που ξέπλεναν την ψυχή τους, αν και κάποιοι από αυτούς τα χρησιμοποιούσαν για να πλατσουρίζουν και να μουλιάζουν μέσα τους ηδονικά. Στους λόφους αυτούς είχε πάντα συννεφιά που έκρυβε τον ήλιο και το γέλιο. Κι αν ποτέ ξεμύταγε καμμιά ηλιαχτίδα κλεφτά από καμμιά χαραμάδα, οι Θλιμμένοι κάναν ομπρέλλα τους πεσμένους ώμους τους να μη βραχούν από το φως.
Από την περίεργη αυτή χώρα των φανατικών ορειβατών είχαν περάσει πλήθος πλασμάτων στη διάρκεια της πολύχρονης ιστορίας της. Βασιλιάδες και νάνοι, κυκλαδίτικα ειδώλια και κούροι, ιππότες και ιπποκόμοι, πειρατές και εξερευνητές, σκλάβοι και αφέντες, αναγεννησιακές μαντόνες και δεσποινίδες της Αβινιόν, άνθρωποι και ποντίκια, Καραμαζώφ και θύματα του Σολάρις, Μάκβεθ και Οιδίποδες, Οφηλίες και Κλυταιμνήστρες, ποιητές και πολιτικάντηδες Χαρχούδες, Αντιγόνες και Πιπινέζες, μουσικοί και μουσικάντηδες, πόκεμον και Κεραυνοί Μακ Κουήν, ανθρακωρύχοι και αστροναύτες. Και συνέχιζαν να ζουν στην περίφημη αυτή χώρα κάθε λογής πλάσματα, αλλόκοτα και παράξενα πολύ για μας τους ανθρώπους. Όλοι μα όλοι όμως ένα κοινό πάθος είχαν, την ορειβασία. Μέχρι σήμερα πάντως δεν αποφάσισαν πoιο είναι το ψηλότερο βουνό της χώρας τους. Ερίζουν ακόμα.
Σημειώσεις
(1) τλημοσύνη: Πρόκειται για την οδυσσειακή εκείνη αρετή που σπάνια ο Δίας χαρίζει στους ανθρώπους και αναφέρεται στην συγκράτηση των συναισθημάτων και ιδίως της οργής μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Αν για παράδειγμα ο Οδυσσέας άφηνε να τον κατακλύσει η οργή του για το θάνατο των συντρόφων του και τύφλωνε αμέσως τον Πολύφημο, τότε θα εγκλωβιζόταν δια παντός στη σπηλιά, αφού την είσοδο της είχε κλείσει ο κύκλωπας με έναν τεράστιο βράχο.
πηγη
2 Μηνύματα στην ανάρτηση "Η Χώρα των λέξεων..."
Τούτο το ΥΠΕΡΟΧΟ- ΕΞΟΧΟ κείμενο ΠΡΕΠΕΙ να το ξαναδιαβάσω. Η πρώτη ανάγνωση με συνάρπασε σαν ιδέα αλλά θέλω να το "εισπράξω" και σαν σοφία! Είναι εκπληκτική η ικανότητα σου να επιλέγεις και να προβαίνεις σε εξαιρετικές αναρτήσεις, ένδειξη ή μάλλον απόδειξη της ποιότητάς σου ως ανθρώπου!
@ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
Είναι απο τις φορές εκείνες που όταν βρίσκω τέτοιους θησαυρούς ,αναρωτιέμαι για τον λόγο υπαρξής του μπλογκ μου στο διαδύκτιο.
Και είναι θαυμασμός ,για κάποιους που μπορούν και έχουν το ταλέντο ,το χάρισμα να εκφράσουν αυτά που δεν μπορώ εγω.
Σέυχαριστώ για το σχόλιο και τα πάντα καλά σου λόγια για μένα..
Φιλιά!
Καλή Πρωτομαγιά!
Δημοσίευση σχολίου