Ενοχη απόλαυση, προσπάθεια καμουφλάζ, φυγή από τον εαυτό ή απλώς μια τεμπέλικη συνήθεια; Τι είναι οι διακοπές; Οι μεγάλοι λογοτέχνες έχουν ήδη απαντήσει
Γιατί πάμε διακοπές; Τι θέλουμε στ’ αλήθεια να διακόψουμε; «Το ταξίδι για μένα ήταν πάντα και αποκλειστικά ένα μέσο διαφυγής από τη σύγχρονη ζωή: τον πυρετό, τις ανησυχίες, τα προβλήματα – και τη ρουτίνα της». Ο Κώστας Ουράνης, ο εθνικός μας ποιητής της φυγής, έδωσε πολύ νωρίς στις διακοπές το ορθολογικό τους υπόβαθρο. Ετσι είναι: φεύγουμε για να γλιτώσουμε.
Ή όπως το έθεσε, πολύ πιο λυρικά, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: «Ξεκινούμε με την προσδοκία, όλα είναι μέσα μας πολύ πρωινά, πολύ χαρούμενα. Κι επιστρέφουμε φορτωμένοι μνήμη και πείρα. Γιατί συμβαίνει να μην αγαπούμε τους διάφορους περιηγητές που θησαυρίζουν αισιόδοξα τις μικρές περιστατικές ευτυχίες. Μήτε τους φιλόκερδους που διατρέχουν τις στεριές και τις θάλασσες τεντωμένοι, σαν νεκρά κολεόπτερα, ανάμεσα σ’ ένα κατάστιχο γεμάτο λιπαρούς αριθμούς. Ετσι το ταξίδι μεταμορφώνεται σε θαυμάσια μορφή θεάς και το νιώθει ο ταξιδιώτης βαθύτατα, καθώς κι ο τυφλός, πόσο ακριβή και πόσο πνευματωμένη είναι η όραση».
Η επανάσταση των διακοπών
Το ζήτημα είναι, βέβαια, αν ταξιδεύουμε για να δούμε κάτι καινούργιο ή αν θέλουμε να πάψουμε να βλέπουμε. Αν κατά βάθος προτιμούμε να κλείσουμε τα μάτια και να ξεχάσουμε. Από αυτή την άποψη η σημερινή εποχή, η Ελλάδα της κρίσης, θυμίζει πολύ τον Μεσοπόλεμο, τη μεγάλη ανάγκη για φυγή και λήθη που ο Ντος Πάσος αποτύπωσε επιγραμματικά με τη φράση: «Θέλω να φύγω! Ω γραφεία τουριστικά που διευκολύνετε τα ταξίδια, ποια τύχη χαρίσατε στα παιδιά αυτού του αιώνα!».
Παρ’ ότι σήμερα λείπουν τα χρήματα, η ανάγκη για διακοπές είναι πιο έντονη από ποτέ. Πρόκειται περισσότερο για υπαρξιακή επιθυμία υπέρβασης της πραγματικότητας και όχι πια για τη νεόπλουτη ξιπασιά της δεκαετίας του ’80 και του ’90. Οι νεοέλληνες ονειρεύονται να αποδράσουν από τη δραματική καθημερινότητα, δίνοντας νέο νόημα στον ορισμό του Εντσενσμπέργκερ για τον τουρίστα: «Είναι ένα είδος ανεσταλμένου επαναστάτη που, ελλείψει δυνατότητας να αλλάξει τον κόσμο, αλλάζει κόσμο».
Αυτή τη διάσταση των διακοπών, τη νέα σχέση με τον χρόνο, τον νέο ορισμό του αληθινού πλούτου, αποτύπωσε ιδανικά ο Καζαντζάκης: «Να γυρίζεις τη γης – να βλέπεις και να μη χορταίνεις – καινούργια χρώματα και θάλασσες και ανθρώπους κι ιδέες και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά, κι έπειτα να σφαλνάς τα βλέφαρα και να νοιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρησάρα του ο καιρός».
Οι πρώτοι παραθεριστές
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από τότε που ο Εκαταίος ο Μιλήσιος ταξίδευε στην Ευρώπη του 6ου αιώνα π.Χ., ο Ηρόδοτος έγραφε την Ιστορία του, ο Παυσανίας τριγύριζε τον αρχαίο κόσμο ως ερασιτέχνης περιηγητής και ο Οδυσσέας έσκιζε τις ομηρικές θάλασσες, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η έφοδος θαμώνων των ιαματικών λουτρών προς τη θάλασσα αρχίζει μόλις το 1750. Ο πρίγκιπας της Ουαλλίας βουτάει στη θάλασσα του Μπράιτον το 1787. Παράλληλα, η λογοτεχνία αρχίζει να αποτυπώνει συστηματικά την ανάγκη του ανθρώπου για αλλαγή τοπίου, για ταξίδι, περιπέτεια και φυγή με τα έργα του Γκάλιβερ, του Ντεφόε, του Κίπλινγκ, του Τζόζεφ Κόνραντ, του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον.
Ο Φιλέας Φογκ του Ιουλίου Βερν και ο οικειοθελής ναυαγός Ροβινσώνας Κρούσος του Ντεφόε έγιναν τα σύμβολα του ταξιδιού ως αυτοσκοπού, της εμβληματικής υπαρξιακής περιπέτειας. Ο Γκάλιβερ που ταξίδευε από τη Λιλιπούτη ως τη Λαπούτα δεν έχει, βέβαια, καμία σχέση με τον σημερινό παραθεριστή που ονειρεύεται μια ξαπλώστρα, μια μπίρα και τον ήχο των κυμάτων στο βάθος. Και είναι απορίας άξιον πώς από τη θάλασσα των πειρατών, των καταιγίδων, των εκδικητικών θεών, και από τον φόβο του νερού και της ερημιάς που περιγράφει ο Μισελέ το 1860 («η παραλία είναι μονότονη και άγρια, άγονη»), περάσαμε στη μεταμόρφωση της ακτής σε «χαλί προσευχής». Ετσι την είδε ο μέγας Φιτζέραλντ.
Αν και η άποψη για τα οφέλη των ιαματικών νερών είναι γνωστή από τα χρόνια του Ευριπίδη («Θάλαττα πάντα τ’ ανθρώπων κλύζει κακά»), πέρασαν αιώνες για να ξαπλώσουμε οικειοθελώς στις παραλίες, «σαν κοτόπουλα που ψήνονται στη σειρά με υπεριώδεις ακτίνες», όπως λέει ο Πολ Μοράν. Με ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία ορίζει το θαλάσσιο μπάνιο ο Αμβρόσιος Πιρς: «Είδος μυστικιστικής τελετής που αντικατέστησε τη θρησκευτική λατρεία, χωρίς ωστόσο η αποτελεσματικότητά της στον πνευματικό τομέα να έχει επακριβώς αποδειχθεί».
Το μίσος για τις διακοπές
Είναι ενδιαφέρον φαινόμενο η αδιαφορία των συγγραφέων σε όλες τις εποχές για το οργανωμένο ταξίδι, η λεπτή ειρωνεία τους απέναντι στη συνήθεια των διακοπών. Στην παραλία της Κανκάλ, ο Φλωμπέρ νιώθει ότι παριστάνει τη σαύρα. Και στα «Νέα απ’ τον Παράδεισο», ο πρωταγωνιστής του, Ντέιβιντ Λοτζ, ταξιδιωτικός πράκτορας ο ίδιος, παραδέχεται: «Ποτέ δεν κάνω διακοπές. Γι’ αυτό άλλωστε αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτόν τον τομέα. Πάντα απεχθανόμουν τις διακοπές, ακόμη κι όταν ήμουν παιδί. Τρομερή σπατάλη χρόνου να κάθεσαι στην παραλία και να φτιάχνεις πίτες από άμμο».
Η αλήθεια είναι ότι η σιωπηλή ευτυχία της παραλίας, το άδειασμα του μυαλού, ο μηρυκασμός, δεν είναι αφηγήσιμες καταστάσεις. Οταν κάποιος ρεμβάζει, δεν δουλεύει – και, άρα, η πλοκή δεν προχωρά. Γι’ αυτό και στα αστυνομικά μυθιστορήματα οι ήρωες πηγαίνουν διακοπές με την οικογένειά τους μόνο αν έχουν λερωμένη τη φωλιά τους (όπως στο «Μπλε δωμάτιο» του Σιμενόν, όπου ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να αποφύγει την πιεστική ερωμένη του). Στο «Λίμπερτυ Μπαρ», που διαδραματίζεται στις γαλλικές ακτές, ο Σιμενόν βάζει τον επιθεωρητή του να ποθεί τις διακοπές, και τελικά να αντιστέκεται λόγω δουλειάς, δηλαδή... φόνου. «Στην αρχή της υπόθεσης, ο Μαιγκρέ είχε την έντονη αίσθηση πως βρισκόταν σε διακοπές. Οταν κατέβηκε απ’ το τρένο, ο μισός σταθμός της Αντίμπ λουζόταν σ’ έναν ήλιο τόσο εκτυφλωτικό που τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν τους έβλεπε κανείς σαν σκιές. Σκιές που φορούσαν καπελάκια ψάθινα και άσπρα παντελόνια και βαστούσαν ρακέτες του τένις. Ο αέρας βούιζε. Στην άκρη της αποβάθρας υπήρχαν φοίνικες, κάκτοι και πέρα από τον φωτεινό σηματοδότη απλωνόταν η γαλάζια θάλασσα».
Η ένοχη απόλαυση
Ο μόνος ήρωας της αστυνομικής λογοτεχνίας που ταξιδεύει διαρκώς χωρίς τύψεις είναι ο Τομ Ρίπλεϊ της Πατρίσια Χάισμιθ που, ώριμος πια, στον πέμπτο τόμο της σειράς («Ο Ρίπλεϊ σε βαθιά νερά»), και με την κομψή Ελοΐζ δίπλα του στο αεροπλάνο, κατευθύνεται στην Ταγγέρη. Ομως το ταξίδι έχει αγωνία και η προσγείωση μια αίσθηση υφαρπαγής: «Οι δυο ευδιάκριτες διχάλες του λιμανιού της Ταγγέρης, με τις καμπύλες προς τα μέσα, να απλώνονται στο Στενό, σαν να θέλουν ν’ αρπάξουν κάτι».
Ο Γιάννης Μαρής βάζει τον Μπέκα να λύσει πρώτα το μυστήριο στο «Καλοκαίρι του φόβου» και μετά να φύγει για διακοπές στην Αίγινα, με τη γυναίκα του. Πριν ή μετά, σημασία έχει ότι οι διακοπές είναι πάντα δικαιολογία ή ανταμοιβή – άρα στο μυαλό του συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών σχετίζονται με την ενοχή.
Μια αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια: Ο δημοσιογράφος Μακρής χαρίζει στον Μπέκα ένα βιβλίο για τις διακοπές του, «Ο γέρος και η θάλασσα» του Χεμινγκγουέι. «Θ’ αρχίσεις τώρα να διαβάζεις μυθιστορήματα;» τον ρωτάει η γυναίκα του. «Τι άλλο μπορεί να κάνει ένας γέρος, άχρηστος συνταξιούχος αστυνομικός;» απαντά ο Μπέκας στο κλείσιμο του μυθιστορήματος. Ελα ντε; Τι άλλο κάνουμε το καλοκαίρι στην παραλία εκτός από τεμπέλικες απλωτές;
Η ερώτησή του μοιάζει να απευθύνεται σε όλους μας. Τι και πώς διαβάζουμε στις διακοπές; Στο βιβλίο του «Στην ακροθαλασσιά» ο κοινωνιολόγος Ζαν-Ντιντιέ Ουρμπέν παραθέτει τίτλους γαλλικών Αρλεκιν: «Το νησί της γαλάζιας λιμνοθάλασσας», «Η νύμφη των κυμάτων», «Τα κύματα του έρωτα», «Κάτω απ’ το θρόισμα των φοινικόδεντρων» κ.ο.κ. Αν οι τίτλοι σάς θυμίζουν εγχώριο υλικό, είναι επειδή η ίδια ποιότητα αφήγησης διατρέχει τις λίστες των καλοκαιρινών αναγνωσμάτων σε όλον τον κόσμο. «Ολυμποι σωρηδόν» σχολιάζει ο Ουρμπέν, «παραλιακοί ή νησιωτικοί τόποι, ορίστε οι επιλεγμένες τοποθεσίες μιας χίμαιρας απομόνωσης όπου σφραγίζονται μοιραία οι αιώνιοι έρωτες».
Ερωτευμένοι λουόμενοι
Οι αληθινοί έρωτες δεν είναι αιώνιοι ούτε απλουστευμένοι, όπως στην παραλογοτεχνία, είναι όμως σπαρακτικοί. Το πιο κοντινό τους αντίστοιχο στη λογοτεχνία θα μπορούσε να είναι το «Καλοκαιρινό ειδύλλιο» του Γουίλιαμ Τρέβορ, όπου στην Ιρλανδία της δεκαετίας του ’50 η νεαρή Ελι Ντίλαχαν, παντρεμένη μ’ έναν χήρο, ερωτεύεται τον νεαρό Φλόριαν με τον οποίο, μοιραία, θα χωρίσει. «Το καλοκαίρι που είχαν ζήσει και συνέχιζαν να ζουν θα ήταν πάντα δικό τους – τα μισοσκότεινα δάση του Λιρ, ο λαβύρινθος στο Ολερι, η λεβάντα, οι πεταλούδες».
Ενας άλλος έρωτας περιγράφεται σαρκαστικά στο καλοκαιρινό «Ταξίδι του μέλιτος» της Τζέιν Μάνσφιλντ. «Φανή!» λέει ο Τζορτζ, ο σύζυγος, «δες έναν τύπο εκεί κάτω που κάνει μπάνιο, βλέπεις; Δεν φανταζόμουν πώς άρχισαν τα μπάνια και τάχασα όλες αυτές τις μέρες». Εδώ η παραλία γίνεται έδαφος ανταγωνισμού, ενώ στο «Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Αϊλαντ» του Μαξ Φρις η παραλία του Μόντοκ, στο Λονγκ Αϊλαντ, διατηρεί όλα τα ερωτικά συμφραζόμενα της εμπιστοσύνης και του φόβου της εγκατάλειψης: «Μια μακριά παραλία κάμποσων μιλίων. Ως εκεί που φτάνει το βλέμμα. Το βλέμμα χάνεται στη γαλακτώδη υποκύανη αχλή». Δύο σεζλόνγκ και ψυχή τριγύρω – αυτό το τοπίο και η τυχαία γνωριμία του αφηγητή με τη νεαρή Λιν κάνουν τον Φρις να θυμηθεί και να καταγράψει ίσως την πιο σκωπτική και σύντομη αυτοβιογραφία που γράφτηκε ποτέ.
Δεν είναι, όμως, μόνο ο έρωτας που μας σπρώχνει σε διακοπές, είναι και ο χωρισμός. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος στη «Γραμμή του ορίζοντος» είχε περιγράψει την εμβληματική Ρέα Φραντζή, 32 ετών, χωρισμένη, να φτάνει στην Πάτμο για να ξαναβρεί το νόημα της ζωής. «Το ξημέρωμα φτάνουν στον παράδεισο, στο προστατευμένο βασίλειο της άμμου. Εχουν αρκετές ώρες μέχρι να καταφθάσουν οι κυνηγοί της ψυχαγωγίας, οι πολύχρωμες ρακέτες, τα διαστημικά φουσκωτά, τα αστραφτερά αντίσκηνα».
Η προσπάθεια φυγής
Στις διακοπές δεν καταφέρνεις να γλιτώσεις απ’ ό,τι φοβάσαι – είτε είναι τ’ αστραφτερά αντίσκηνα είτε οι Αλλοι. Το πιο πιθανό, μάλιστα, είναι ότι στις διακοπές θα πέσεις σε μια συμβολική αποτύπωση του πιο μύχιου φόβου σου και θα πρέπει και πάλι να τον αντιμετωπίσεις με θάρρος και ψυχραιμία. Συμβαίνει και στον αφηγητή του Μάριο Βάργκας Λιόσα, στον «Ανθρωπο που έλεγε ιστορίες». Ο αφηγητής μπαίνει σε μια γκαλερί όπου ξανασυναντάει την περουβιανή ζούγκλα: «Ηρθα στη Φλωρεντία για να ξεχάσω για λίγο το Περού και τους Περουβιανούς και να που η καταραμένη χώρα μού βγήκε φάντης μπαστούνι σήμερα το πρωί με τον πιο αναπάντεχο τρόπο».
Ο φόβος δραματοποιείται και στο εξαιρετικό διήγημα του Ρέιμοντ Κάρβερ «Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι», όπου μια αντροπαρέα πηγαίνει για ψάρεμα στον ποταμό Νάτσες. Πόκερ, ουίσκι, βρώμικα ανέκδοτα, όμως το πρώτο απόγευμα, λίγο προτού κατασκηνώσουν, ένας από αυτούς βρίσκει μια κοπέλα γυμνή, με το πρόσωπο στο νερό. Κάποιος προτείνει να γυρίσουν πίσω. «Επικαλέστηκαν κούραση, την περασμένη ώρα, το γεγονός ότι η κοπέλα δεν θα πήγαινε πουθενά». Η αληθινή κορύφωση του διηγήματος δεν είναι οι υποψίες που στρέφονται στην αντροπαρέα, αλλά η μοιραία απόφασή τους να μη χάσουν τις διακοπές τους: κατασκηνώνουν στην όχθη του ποταμού, δίπλα στη νεκρή.
Διακοπές με κάθε τίμημα λοιπόν; Στη αισθαντική και τόσο μυστηριώδη νουβέλα «Driver’s Seat» της Μύριελ Σπαρκ, η Λιζ διαλέγει με μεγάλη φροντίδα το φόρεμα για τις διακοπές της στον ιταλικό Νότο. Ταξιδεύει μόνη της, αλλά δεν αναζητεί εραστή, αναζητεί τον ιδανικό δολοφόνο. Τα φαινόμενα απατούν. Η Λιζ δεν κάνει διακοπές – θέλει να πεθάνει.
Αλλά ακόμη και οι ήρωες που θέλουν να ζήσουν, και μάλιστα να ζήσουν καλά, αυτοκαταστρέφονται στις διακοπές πίνοντας και ξενυχτώντας. Υστερα προσπαθούν να αναστρέψουν το κακό: «Κάθε Παρασκευή πέντε καφάσια με πορτοκάλια και λεμόνια έφταναν από έναν φρουτέμπορο στη Νέα Υόρκη – κάθε Δευτέρα τα ίδια πορτοκάλια έβγαιναν κομμένα στα δύο και στυμμένα από την πίσω πόρτα σχηματίζοντας πυραμίδες» (Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, από τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ»).
Ισως η πιο ωραία συμβουλή για τις καλοκαιρινές διακοπές είναι εκείνη του Μορίς Μπαρές: «Ενα ωραίο ταξίδι είναι μια περίπτωση μιμητισμού. Οπως εκείνα τα ζώα που παίρνουν το χρώμα, το σχήμα, την όψη των αντικειμένων που τα τριγυρίζουν». Κοινώς, καμουφλάζ. Πράγματι. Μπορεί να καμουφλαριστεί κανείς πολύ απλά μέσα στις διακοπές: μαύρα γυαλιά και ένα βιβλίο μπροστά στο πρόσωπο. Ακόμη και στην πιο θορυβώδη πλαζ κρύβεσαι αποτελεσματικά.
2 Μηνύματα στην ανάρτηση "Διακοπές: Oδηγίες χρήσης"
Ειχα πολυ καιρο να ερθω απο εδω λογω στρατου.Δεν ξεχνώ ομως ποτέ τους μπλοκόφιλους και ετσι περνάω σήμερα για ν αφησω πολλές ευχες για εναν ομορφο μηνα.Καλο καλοκαιρι να περάσεις * • ♫ ♫ ♫ • *** • ♫ ♫ ♫ • ***θα τα λεμε και στο face
@JK O SKROYTZAKOS
Καλώς τον Γιάννη μου, σε ευχαριστω που δεν μας ξεχνας,δεν είναι τυχαίο που εισαι αγαπημένος όλων..
Με το καλό να τελέιωσεις τις υποχρεωσεις την πατρίδα..
Βεβαιως θα τα λέμε..
φιλιά!
Δημοσίευση σχολίου