Η μυθιστορηματική απόδoση της πραγματικής ιστορίας του Ταρίκ, ενός νεαρού άνδρα από το Ιράκ. Η μετανάστευση στην Ελλάδα, η φυγή στην Ευρώπη και η νοσταλγία για τη δεύτερη πατρίδα
Οταν ξεκίνησα να φύγω από το σπίτι, ονομαζόμουν Ταρίκ. Ημουν 19 χρονών και σπούδαζα στο τρίτο έτος του Πανεπιστημίου της Σουλεϊμανίγια. Αν τελείωνα και το τέταρτο, θα γινόμουν καθηγητής Φυσικής ή Πληροφορικής. Μέχρι τότε είχα ταξιδέψει από τη Βαγδάτη στο χωριό του παππού μου· πιο μικρός θυμάμαι ένα στρατόπεδο που καταφύγαμε στα σύνορα με το Ιράν, τότε που μας κυνηγούσε ο Σαντάμ. Εφυγα παράνομα μέσα από τα ψηλά βουνά, κουβαλώντας 40 κιλά σάκο στην πλάτη. Η μάνα μου πίσω πνιγόταν στο κλάμα, ήμουν ο μεγαλύτερος από οκτώ παιδιά, είχα πια υποχρέωση να τα καταφέρω και να γυρίσω – αν ξαναγύριζα ποτέ – πετυχημένος.
Στα ανηφορικά μονοπάτια λαχανιάζαμε. Μπήκαμε στην Τουρκία από μια
ψηλή οροσειρά. Στην κορυφή του βουνού έπιασε τρομερή βροχή. Χαμηλά ήταν καλοκαίρι, εκεί πάνω τουρτουρίζαμε. Μουσκέψαμε ως το κόκαλο. Μόλις πήρε να χαράζει, κάποιος είδε μια τουρκική περιπολία να σκαρφαλώνει. Τρέξαμε στα φαράγγια να κρυφτούμε. Πολλοί έχασαν τον σάκο τους. Ημασταν πια μέσα σε ξένη χώρα. Υστερα μαζευτήκαμε και σε ένα φορτηγό γεμάτο εμπόρευμα στριμωχτήκαμε κάτω από την καυτή τέντα. Στερεωμένοι με σχοινιά. Ωρες σκεπασμένοι, ο ένας πάνω στο κορμί του άλλου.
Ξαφνικά, μας πέταξαν στο φως. Νόμισα ότι η γη ήταν μόνο φως, τόσο θαμπωθήκαμε. Είδα μια μπλε θάλασσα, δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου πέλαγος. Κρυφτήκαμε πίσω από τις πυκνές καλαμιές. Κάποιοι λέγανε ότι οι αρχαίοι Πέρσες είχαν φτάσει ως εδώ και πολέμησαν με τα καράβια τους. Περιμέναμε ώρες, μέρες, μέρες... Τελικά, μας έβαλαν σε μια στενή βάρκα, παστωμένους σαν σαρδέλες. Μόλις δέκα εκατοστά από τα μάτια μου τα σανίδια. Ακίνητοι, αμίλητοι.
Κάποιος έλεγε ότι ήμασταν στο Αιγαίο. Μου φάνηκαν ατέλειωτες οι ώρες που πλέαμε και ξερνούσαμε κολλημένοι στο στενό αμπάρι. Τελικά, βγήκαμε στη στεριά και ένα φορτηγό μάς έφερε στην Αθήνα, στο Αιγάλεω. Μας έκλεισαν σε ένα σκοτεινό υπόγειο μέχρι να πληρώσουν οι δικοί μας. Και την τρίτη μέρα ξαναβγήκαμε στο φως που ήταν λαμπερό σαν εκείνο της πατρίδας μου.
Δούλευα στις οικοδομές. Περνούσαμε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Είχαμε δουλειά, αρχές του 2000, έπαιρνα μέχρι 40 ευρώ, χωρίς ένσημα. Καμιά φορά και λιγότερα. Δύο φορές κινδύνεψα να γίνω στάχτη από το ρεύμα. Αλλαξα πέντε αφεντικά σε δύο χρόνια. Και οι εργολάβοι μάς παρατούσαν γρήγορα. Σε ένα παλιόσπιτο στον Αγιο Δημήτριο μέναμε, δέκα μαζί. Κουβαλούσαμε νερό από τις βρύσες του νεκροταφείου απέναντι.
«Μάνα», της έλεγα, «εδώ δεν δίνουν χαρτιά, έχει έναν ήλιο σαν τον δικό μας, οι άνθρωποι είναι όλη μέρα στους δρόμους, τρώνε χοιρινό σουβλάκι. Πίνουν πολύ αλκοόλ, τα κορίτσια τους φιλιούνται στους δρόμους, παντρεύονται όποιον τους αρέσει».
Στις αρχές μάζεψα λίγα λεφτά και τους τα έστειλα. Αλλαξα σπίτι, πήγα σε ένα διώροφο στον Αγιο Δημήτριο πάλι, σε ένα στενάκι. Εκανα φορολογική δήλωση, όλοι μου έλεγαν πόσο καλά μιλούσα τα ελληνικά. Καμάρωνα για τις γλώσσες μου: κουρδικά, αραβικά, περσικά, αγγλικά και πού να το φανταζόμουν ότι θα μάθαινα αργότερα και φινλανδικά.
Κάποια στιγμή γνώρισα την Κατερίνα. Ηταν 20 χρόνια μεγαλύτερή μου. Χοντρή, βαριά γυναίκα, σαν τις δικές μας στο Ιράκ που κάνουν δέκα παιδιά. Βρεθήκαμε στην παραλία του Αλίμου, εκεί πήγαιναν οι ξένοι, γιατί δεν είχε εισιτήριο, και οι φτωχοί Ελληνες. Πήγαιναν και τύπισσες όπως η Κατερίνα που δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν σε άλλη πλαζ. Πρώτα εκείνη μού μίλησε και μετά δεν ξεκολλούσε από δίπλα μου. Το βράδυ γυρίσαμε μαζί στο σπίτι της, ένα ισόγειο στον Νέο Κόσμο.
Δέθηκα μαζί της, ξενοίκιασα και ήρθα να ζήσω κοντά της. Αν ήθελα, μπορούσα να βρω και μια Ελληνίδα στην ηλικία μου. Ομως αυτή ήταν σαν συγγενής. Με φρόντιζε σαν μάνα. Πολλές φορές, όμως, θύμωνε χωρίς λόγο, έκλαιγε, ψυχολογικά δεν ήταν καλά. Είχε κλείσει η βιοτεχνία στην οποία δούλευε και στενοχωριόταν που έμεινε χωρίς δουλειά.
Εφευγα από το σπίτι να βρω τους υπόλοιπους φίλους μου. Περισσότερο έκανα παρέα με τον Αγιάντ. Αυτός ετοιμαζόταν να φύγει στο εξωτερικό, μάζευε μεροκάματα για να αγοράσει διαβατήριο. Μου έλεγε ότι στη Νορβηγία ήταν πολύ καλύτερα, γιατί έδιναν σε έναν χρόνο διαβατήριο. Χωρίς διαβατήριο τι θα κάναμε; Πώς θα πηγαίναμε να δούμε τους δικούς μας; Η μάνα μου έκλαιγε στο τηλέφωνο κάθε φορά που μιλούσαμε. «Πέντε χρόνια στην Αθήνα – πώς τη λένε, ούτε ξέρω πού είναι – και δεν πρόκοψες» φώναζε η μάνα μου.
Νόμιμα χαρτιά δεν έβλεπα ούτε υπολόγιζαν να μας δώσουν στο μέλλον. Μια αναγνώριση ζητούσα, όμως μας ήθελαν με ψεύτικα ονόματα και ανώνυμους. Είχα ακόμη την κόκκινη κάρτα του πολιτικού πρόσφυγα και κάθε έξι μήνες στηνόμουν στην ουρά στο Αλλοδαπών, στην Πέτρου Ράλλη, και περίμενα για ανανέωση. Μας έβριζαν και μας είχαν να περιμένουμε ώρες. Βαριόμουν, και βαριόμουν όλο και περισσότερο που, ύστερα από τόσα χρόνια, κανείς δεν μου έδινε σημασία. Μόνο η Κατερίνα ήταν δίπλα μου, όμως και αυτή κάθε μέρα γινόταν πιο νευρική και είχε αρχίσει να με κουράζει. Αρχισε να πίνει και όταν γύριζα σπίτι την έβρισκα μεθυσμένη, σε κατάθλιψη.
Πηγαινοερχόμουν στην Ομόνοια σε ένα Internet café, ενός ιρακινού γνωστού. Καθόμουν εκεί εικοσιτετράωρα, μέχρι λιποθυμίας. Μιλούσα με φίλους μου σκορπισμένους σε όλον τον κόσμο. Aκουγα τραγούδια, διάβαζα πιο πολύ θρησκευτικά βιβλία. Oσο και να αγαπούσα την Ελλάδα, κανείς δεν με βοηθούσε να την κάνω δική μου.
Eνας ξάδελφός μου στη Σουηδία, που του είχαν δώσει διαβατήριο, μου έλεγε «μην κάθεσαι Ελλάδα, δεν θα πάρεις ποτέ άδεια παραμονής». Oμως εγώ δεν ήθελα να πάω πουθενά αλλού. Ο Αγιάντ τελικά έφυγε με πλαστό διαβατήριο στη Νορβηγία. Eκλαιγε το τελευταίο βράδυ και μου έλεγε «θα βρεθούμε πάλι». «Eτσι πιστεύουμε», έλεγα, «όμως δεν είναι αλήθεια». Θα χαθούμε όπως τόσοι άλλοι, που τους έδιωξαν πίσω, που πέθαναν από ασφυξία μέσα σε ψυγεία, κάτω από ρόδες φορτηγών. Ο Αγιάντ, όμως, θα έφευγε κανονικά με αεροπλάνο και ένα πλαστό διαβατήριο που το πλήρωσε ακριβά.
Στο μεταξύ, μετά τους Ολυμπιακούς, γέμιζε η Αθήνα με πρόσφυγες, ξένους, μετανάστες. Hρθε η ώρα μου, σκέφτηκα. Ψαχνόμουν βδομάδες. Ρωτούσα στο Internet, μάθαινα. Eνας γνωστός πήρε προσωρινό διαβατήριο στη Φινλανδία. Το έψαξα κι εγώ και πράγματι μπορούσαν να μας δεχτούν, αν και, μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν, οι Κούρδοι δεν θεωρούνταν πια πολιτικοί πρόσφυγες. Επειδή έπρεπε να μαζέψω λεφτά, ο ιδιοκτήτης του Internet café μού πρότεινε να δουλεύω για εκείνον. Θα φρόντιζα τους καινούργιους που έρχονταν στην Αθήνα. Θα τους έβγαζα από το μέρος που τους είχαν κλεισμένους και μετά θα τους βοηθούσα να βρουν σπίτι. Αλλοτε, πάλι, θα τους συνόδευα απλώς στο αεροδρόμιο για να μη χαθούν. Από απόσταση και με τα κινητά. Μου φαινόταν τόσο απλό να βγάλω λίγα χρήματα, όμως αργότερα σκεφτόμουν ότι ήμουν ένας κρίκος στην αλυσίδα της παράνομης διακίνησης, όπως το έλεγαν αυτό.
Στις κινήσεις αυτές με βοηθούσε το γεγονός ότι μιλούσα ξένες γλώσσες. Ακόμη και η αλκοολική Κατερίνα θαύμαζε τα ελληνικά μου. Εκείνη είχε τελειώσει μια σχολή, αλλά κάτι έγινε με τον πατέρα της και τα παράτησε μετά. Μου έδινε ελληνικά βιβλία και τα διάβαζα μέχρι τέλους.
Οταν της είπα ότι θα φύγω οριστικά, άρχισε να ουρλιάζει και να σπάει πιάτα. Δεν μπορούσα να την αντέξω πια. Για να είμαι ειλικρινής, τη συμπαθούσα, αλλά τώρα είχε γίνει ανυπόφορη. Εφυγα και πήγα σε έναν φίλο. Ομως εκείνη ήρθε έξω από την πολυκατοικία, βαρούσε τα κουδούνια και φώναζε. Φοβόμουν μην έκανε κάτι χειρότερο. Βγήκα έξω και της είπα. «Σε αγαπάω, σ’ ευχαριστώ για όσα έκανες για μένα, αλλά εδώ δεν έχει άλλο ψωμί. Μας κόβουνε μεροκάματα, έρχονται κι άλλοι ξένοι, κοντεύω οκτώ χρόνια που έφυγα και είμαι ένας ξένος ακόμη. Καταλαβαίνεις» της είπα. «Οκτώ χρόνια και δεν μου δίνει κανείς σημασία. Τι να κάνω άλλο εδώ;».
Τελικά έφυγα και από εκεί για να μην τρέχει από πίσω μου· φοβόμουν ακόμη μη με προδώσει και με πιάσουν.
Αλλη δουλειά δεν έκανα πια. Οι οικοδομές λιγόστευαν, τα λίγα μεροκάματα έπεφταν συνεχώς. Ομως σκεφτόμουν συνεχώς την Κατερίνα. Ενα βράδυ ξαναπήγα σπίτι και τη βρήκα σχεδόν σε κώμα. Επινε ένα μπουκάλι κρασί κάθε μέρα. Ζούσε με το ενοίκιο μιας γκαρσονιέρας. Μου είπε αν ήθελα να την παντρευτώ για να πάρω υπηκοότητα, και ας μην έμενα μαζί της. Ηθελε να με βοηθήσει. Μόνο που θα αργούσε χρόνια και πάλι η στιγμή για ένα διαβατήριο.
«Τίποτε δεν είναι εύκολο στη χώρα μου. Τη μισώ. Ούτε καν τον άνθρωπο που αγαπάς δεν μπορείς να κρατήσεις κοντά σου».
Εμεινα για λίγο μαζί της, αλλά και πάλι το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς να φύγω. Οσο μιλούσα με τους φίλους μου στη Σουηδία και στη Φινλανδία, τόσο πιο πολύ με ξεσήκωναν.
Βρέθηκε τελικά ένα διαβατήριο, ήταν ενός Αιγύπτιου που έμενε στην Ελλάδα. Το αγόρασα με όλες τις οικονομίες μου: 2.500 ευρώ. Κανονίστηκε να φύγω μια Κυριακή που είναι πιο χαλαρή μέρα για την ασφάλεια του αεροδρομίου. Πέρασα εύκολα το check-in, γιατί ήμουν καλοντυμένος και ευγενικός. Μόλις κάθησα στη θέση μου και έδεσα τη ζώνη μου, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου. Hταν η πρώτη φορά που πετούσα με αεροπλάνο. Δίπλα μου καθόταν ένα ζευγάρι που με κοίταζαν λοξά. Ούτε που με ένοιαζε. Αρκετές φορές είχα κλάψει στη ζωή μου και δεν ντρεπόμουν για αυτό. Ντρεπόμουν περισσότερο που κανείς δεν με θεώρησε άνθρωπο στη χώρα που εγκατέλειπα.
Είχα αφήσει ένα γράμμα στην Κατερίνα. Της έγραφα πόσο τη σκεφτόμουν, της έλεγα να κάνει υπομονή και θα βρισκόταν ένας άνθρωπος και για αυτήν, γιατί το αξίζει. Είναι καλή ψυχή. Oμως θυμάμαι να μου λέει ένα βράδυ, «δεν υπάρχει τίποτε για μένα, είμαι σαν εξόριστη».
Λυπόμουν την Ελλάδα, αλλιώς την είχα βρει όταν είχα έρθει για πρώτη φορά, τώρα πια μου θύμιζε την Κατερίνα. Iδια κατάθλιψη, ίδια φτώχεια. Είχα πεθυμήσει τους γονείς και τα αδέλφια μου, είχαν μεγαλώσει κι αυτά, τους έβλεπα στο skype και δεν τους αναγνώριζα. Yστερα με έπαιρναν τα δάκρυα. Aραγε σκέφτονται όσοι βρίζουν τους ξένους πού πάνε τόσα δάκρυα που ρίχνουν στα κρυφά;
Μεσημέρι έφτασα στο αεροδρόμιο της Ρώμης. Ετρεχα φορτωμένος με έναν τεράστιο σάκο στην πλάτη και μια βαλίτσα στο χέρι, από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, για να βρω ένα εισιτήριο με τα τελευταία μου χρήματα. Θα πήγαινα πρώτα στη Σουηδία κι από εκεί στη Φινλανδία.
Ξενύχτησα, γιατί είχε βρεθεί μια πρωινή πτήση. Στο διπλανό κάθισμα, στον χώρο αναμονής, ήταν ένας Λατίνος. Δεν μιλούσε καμιά γλώσσα και απλώς γκρίνιαζε που δεν μπορούσε να καπνίσει. Αυτό το κατάλαβα κι εγώ, γιατί κάπνιζα πολύ. Τόσο πολύ, που το στήθος μου βάραινε. Στο check-in η ιταλίδα υπάλληλος κοντοστάθηκε ελέγχοντας το διαβατήριό μου. Ανατρίχιασα στη σκέψη ότι θα φώναζε την ασφάλεια του αεροδρομίου. Ευτυχώς, όμως, η κοπέλα στο διπλανό check-in ήταν Ελληνίδα στην καταγωγή, μίλησε μαζί μου, με συγχάρηκε που μιλούσα καλά τα ελληνικά εγώ, ένας Αιγύπτιος. Πέρασα κι έτσι πέταξα για τον Bορρά. Στο άλλο άκρο.
Στη Σουηδία βρήκα πολλά παιδιά που είχαν φτάσει πιο πριν. Ο ξάδελφός μου βρισκόταν στο Ιράκ, μπορούσε να πηγαινοέρχεται κανονικά. Από τη Στοκχόλμη με πήγαν σε τρεις άλλες πόλεις. Κοιμόμασταν πολλοί μαζί, σε μικρά δωμάτια, στο πάτωμα. Oμως δεν ήταν τόσο άθλια όσο οι πρώτες μέρες στην Αθήνα. Μάζευα πληροφορίες, όλοι συμφωνούσαν ότι στη Φινλανδία ήταν καλύτερα, έδιναν πιο γρήγορα χαρτιά. Η μοναδική χώρα στην Ευρώπη. Yστερα από έναν μήνα μπήκαμε με έναν φίλο σε ένα καράβι σαν κρουαζιερόπλοιο. Μείναμε σε μια όμορφη καμπίνα. Θυμόμουν τη βάρκα που μας έφερε στην Ευρώπη, τότε, ανάσκελα ξαπλωμένο. Δεκαπέντε ώρες ταξίδι, πιάσαμε Ελσίνκι ένα κρύο πρωί του Μαρτίου.
Παραδόθηκα στην Αστυνομία χωρίς καθόλου χαρτιά πάνω μου. Τους είπα ότι είμαι ιρακινός σιίτης. Διάλεξα να παρουσιαστώ στην πόλη Βάασα, 500 χιλιόμετρα πιο βόρεια από το Ελσίνκι, για να μείνω εκεί. Αν τους έλεγα ότι ήμουν Κούρδος, δεν θα ίσχυε η πολιτική ασυλία. Οι σιίτες και οι σουνίτες Ιρακινοί ακόμη πολεμούσαν μεταξύ τους. Οι υπεύθυνοι ήθελαν να μάθουν τα πάντα, πώς έφτασα ως εδώ. O, τι απαντούσα το κατέγραφαν ώστε, όταν θα περνούσα τη μεγάλη «συνέντευξη», μήνες μετά, να διασταυρώσουν τα στοιχεία για να δουν αν έλεγα την αλήθεια. Δεν θέλουν ψέματα εδώ. Ειδοποίησαν το Γραφείο Ξένων και εκείνοι ανέλαβαν να με βάλουν σε ένα σπίτι μαζί με δυο-τρεις άλλους. Διασκορπίζουν τους ξένους στη χώρα, ακόμη και στο πιο μικρό χωριό. Aρχισαν να μου δίνουν επίδομα 12 ευρώ τη μέρα και είχα μια κάρτα που ίσχυε για έξι μήνες. Στο μεταξύ, έψαχναν να δουν μήπως είχα αποτυπώματα ερχόμενος από άλλη χώρα της Ευρώπης.
Με στείλανε σε ένα σχολείο, δύο δίωρα την εβδομάδα. Μας πέρασαν από εξετάσεις αίματος και ακτίνες. Ζούσαμε τρία άτομα σε ένα σπίτι μέσα, επτά χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Τι πόλη! Μια στενόμακρη πλατεία, με λίγα μαγαζιά, μέσα στην οποία τριγύριζαν μόνον οι ξένοι. Απέναντι ήταν η Σουηδία και από εδώ μιλούσαν πολύ τα σουηδικά. Μου ακούγονταν πιο ευχάριστα στο αφτί από τα φινλανδικά. Το σπίτι μας ήταν ανάμεσα σε πανύψηλα γυμνά δέντρα, ψηλότερα κι από τα σπίτια. Ολα άλλαζαν εδώ πάνω. Ο ήλιος ήταν πιο θαμπός και κρατούσε πολύ, τη ζέστη την ένιωθες σαν πίσω από ένα τζάμι, τον χειμώνα – μου έλεγαν – η θερμοκρασία κατεβαίνει μέχρι τους 30 βαθμούς. Είχαμε ψυγείο, τηλεόραση, ένα πλυντήριο. Σε οκτώ μήνες θα ήξερα αν θα με κρατούσαν. Υστερα θα πήγαινα καθημερινό σχολείο με περισσότερες ώρες.
Επιτέλους! Δεν βρέθηκαν τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα. Ο Αγιάντ στη Νορβηγία είχε πρόβλημα, γιατί βρέθηκαν τα αποτυπώματά του με άλλο όνομα από εκείνο που έδωσε στην Ελλάδα. Επρεπε να σκαρφιστεί τώρα μια ιστορία.
Βρήκα ένα ποδήλατο για να πηγαινοέρχομαι από το σπίτι στο κέντρο της πόλης. Οταν έβρισκα αφημένα πράγματα, τα μάζευα, τα διόρθωνα, έφτιαξα μια ηλεκτρική σκούπα, ένα πιστολάκι για τα μαλλιά. Ημουν πολύ μελαχρινός για τους Φινλανδούς. Εδώ ξεχώριζα πολύ, στην Ελλάδα δεν φαινόταν τόσο. Αλλά και από τον τρόπο που κοιτάζονται οι άνθρωποι. Ηταν ήσυχοι, έτσι μου φαίνονταν, μπορεί και βαρετοί. Εχουν, όμως, πολλούς νόμους και – παράξενο – τους υπακούνε. Τηλεφωνούσα τακτικά στην Κατερίνα, από τη φωνή της καταλάβαινα ότι χειροτέρευε. Αν είχε λεφτά, θα ερχόταν να με δει, έλεγε, αλλά τώρα πια δεν υπήρχε ούτε το ενοίκιο της γκαρσονιέρας στην Καλλιθέα. Οι Αλβανοί που τη νοικιάζανε φύγανε κι εκείνοι πίσω στην πατρίδα τους. Μέρα με τη μέρα η Ελλάδα βυθιζόταν στην κρίση της.
Δύο χρόνια έμεινα στη Φινλανδία με προσωρινό διαβατήριο. Κι εδώ χρειαζόταν υπομονή και πειθαρχία. Μετρούσες ως άνθρωπος, αλλά απαγορευόταν να δουλεύεις, έπρεπε να λες πού πας, σε ελέγχανε διαρκώς. Από εκεί που στην Ελλάδα ήμουνα άγνωστος και απροστάτευτος, εδώ δεν μπορούσα να κάνω βήμα. Και οι Φινλανδοί μπορεί να είχανε υπηρεσίες, αλλά ο τρόπος της ζωής τους δεν με άγγιζε. Χωρίς τρέλα, χωρίς ψυχή.
Μάζεψα λίγα χρήματα και, με το προσωρινό διαβατήριο και ένα φτηνό εισιτήριο, επισκέφτηκα την Ελλάδα για δέκα μέρες. Εφτασα κρυφά μέσω Σουηδίας, χωρίς να το δηλώσω στο γραφείο μας. Ετρεξα να βρω την Κατερίνα. Είχε αδυνατίσει. Επαιρνε χάπια. Ηταν εντελώς φτωχή. Τρόμαξα που την είδα. Δεν είχε το κουράγιο ούτε να κάνουμε έρωτα. Κατάλαβα ότι ήταν τελειωμένη. Εβλεπα γύρω μου κλειστά μαγαζιά, παντού διαδηλώσεις, πολλούς ξένους απελπισμένους. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα σαν μετανάστης μέσα στην Ευρώπη.
Χωρίς κέφι, τριγύριζα στους δρόμους. Αστυνομικοί μού ζήτησαν δύο φορές χαρτιά και με υπερηφάνεια τους έδειξα το φινλανδικό διαβατήριο. Οι έλεγχοι ήταν καθημερινοί, το κλίμα γκρίζο, η Αθήνα δεν ήταν η πόλη που ήξερα 12 χρόνια πριν. Λες και έπεφτε κι εδώ εκείνο το αξημέρωτο φως της Φινλανδίας. Πήγα σε παλιά στέκια, δεν βρήκα κανέναν. Οι Κούρδοι είχανε φύγει σχεδόν όλοι, τώρα έρχονταν άλλες φουρνιές ξένων, πιο εξαθλιωμένοι.
Γύρισα στη Βάασα θλιμμένος. Ηξερα τι μου έλειπε: η οικογένειά μου, μια δική μου οικογένεια. Ενα σπίτι γεμάτο κόσμο, μυρωδιές, φασαρία, παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες. Ολοι μαζί. Βαριόμουνα την Ευρώπη, τα συστήματα, τους ελέγχους, την καχυποψία. Ισως ήταν λάθος που είχα φύγει. Νόμιζα, όμως, ότι θα έβλεπα αλλιώς τον κόσμο, ότι θα έδινα και θα έπαιρνα.
Ταξίδεψα για το Ιράκ με λαχτάρα. Ελεγα μέσα μου, θα καθήσω έναν μήνα και μετά, άντε πίσω, στο σχολείο, μέχρι να πάρω οριστικό διαβατήριο. Ημουν πια 31 χρονών. Μεγάλωνα. Στο αεροδρόμιο της Σουλεϊμανίγια είχαν έρθει τρία αυτοκίνητα να με υποδεχτούν. Εκλαιγαν όλοι μαζί. Με το ζόρι αναγνώρισα τα αδέλφια μου. Σε έναν μήνα άρχισα να δουλεύω και σε δύο μήνες παντρεύτηκα μια όμορφη κοπέλα. Η γυναίκα μου είναι έγκυος.
Στο Internet ακούω ελληνικά τραγούδια, κλαίω κρυφά καμιά φορά. Κάτι άφησα εκεί πίσω στην Ελλάδα. Μπορεί μια μέρα όταν μαζέψω λεφτά να πάμε διακοπές με τη γυναίκα μου. Σίγουρα όμως ο παράδεισος της Ευρώπης δεν ήταν για μένα. Τώρα πια δεν είναι ούτε για τους ίδιους.
Γνώρισα τον Ταρίκ στο αεροδρόμιο του Βουδαπέστης, transit και οι δύο, από διαφορετικούς προορισμούς. Εκείνος επέστρεφε από την Ελλάδα στη Φινλανδία με διαβατήριο φινλανδικό. Μου διηγήθηκε την ιστορία του σε όμορφα ελληνικά. Του ζήτησα την άδεια να την ξαναγράψω και συμφώνησε με έναν όρο: Oταν επέστρεφα στην Αθήνα, να έπαιρνα τηλέφωνο στην Κατερίνα και να της έδινα ένα-δυο βιβλία. Τον ξαναβρήκα στο Facebook παντρεμένο κι ευτυχισμένο – του λείπει ακόμη η Ελλάδα, μου έλεγε. Στο μεταξύ η Κατερίνα περιμένει ακόμη τα βιβλία κι εγώ την ιστορία της.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας το 1956 και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εμφανίστηκε στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας το 1990 με το μυθιστόρημα «Κρυμμένοι άνθρωποι». Το 2001 έγραψε το μυθιστόρημα «Το παρτάλι», το οποίο μεταφράστηκε στα γαλλικά και παρουσιάστηκε ως θεατρικό έργο το 2011 στο Φεστιβάλ Αθηνών με τον Χρήστο Στέργιογλου. Η συλλογή διηγημάτων «Χάρτες» του 2007 ήταν υποψήφια για το Βραβείο Διαβάζω της ίδιας χρονιάς και το μυθιστόρημα «Ο παλαιστής και ο δερβίσης» (2010) για το Athens Prize for Literature του περιοδικού «(δε)κατα», για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011 και για το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ.
Η συλλογή διηγημάτων «Το αποτύπωμα της κρίσης», σε επιμέλεια Ελένης Μπούρα και Μικέλας Χαρτουλάρη, κυκλοφορεί αύριο Δευτέρα, 4 Φεβρουαρίου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε όλα τα βιβλιοπωλεία. Συμμετέχουν επίσης με ιστορίες τους οι Κώστας Ακρίβος, Χρήστος Αστερίου, Ελένη Γιαννακάκη, Βασίλης Γκουρογιάννης, Σωτήρης Δημητρίου, Τάσος Καλούτσας, Κωστας Κατσουλάρης, Λένα Κιτσοπούλου, Νίκος Κουνενής, Μιχάλης Μοδινός, Χρήστος Οικονόμου, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Κάλλια Παπαδάκη, Ερση Σωτηροπούλου, Σώτη Τριανταφύλλου και ο Χρήστος Χρυσόπουλος.
No Response to "«Ο ξένος που έφυγε»"
Δημοσίευση σχολίου