Η ψυχολόγος Λουίζα Βογιατζή σκύβει πάνω στα ζητήματα που μας «καίνε» μετά τα εξήντα.
H ανοιχτή και ειλικρινής συζήτηση για θέματα όπως το δικαίωμα στο καλό σεξ για μια γυναίκα που μπορεί να έχει ήδη εγγόνια κάποτε θεωρούνταν ταμπού.Από τότε που οι συνθήκες ζωής άλλαξαν και υποψιαστήκαμε ότι με τις πρώτες βαθιές ρυτίδες έρχεται και ένα νέο ξεκίνημα σε μια ζωή γεμάτη και πολλά υποσχόμενη, τα θέματα όπως το σεξ, η εμμηνόπαυση, ο άπλετος -και χαώδης- ελεύθερος χρόνος ή η αίσθηση του ανικανοποίητου στην καθημερινότητά μας έχουν μπει για τα καλά στο μικροσκόπιο.
Η Λουίζα Βογιατζή εστιάζει στα σημαντικότερα: Το δικαίωμα στο καλό σεξ και
στην ουσιαστική σχέση Η ερωτική ζωή, η επιθυμία για σεξ και ασφαλώς η ανάγκη για μια ουσιαστική σχέση με το σύντροφό μας φυσικά δεν τελειώνουν μετά τα 60. Ωστόσο, καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν (και οι γονείς μαζί τους...) και η «φωλιά αδειάζει» πολλά αλλάζουν στη σχέση. Στην καμπή αυτή πολλά ζευγάρια διαλύονται καθώς έχουν απομακρυνθεί με το πέρασμα των χρόνων. Άλλα παραμένουν μαζί χωρίς να καταφέρνουν να έρθουν ξανά κοντά και να νιώσουν πάλι ερωτικά ο ένας για τον άλλο. Πολλές γυναίκες πιστεύουν ότι η ερωτική ζωή τους τελειώνει εδώ. Νιώθουν τον εαυτό τους διαφορετικό, βλέπουν το σώμα τους να έχει αλλάξει, δεν αισθάνονται πια ερωτικές. Οι έρευνες όμως δείχνουν ότι η σεξουαλική ικανοποίηση στις γυναίκες αυξάνεται με την ηλικία, ο οργασμός βιώνεται πιο έντονα ακόμα περισσότερο μετά την εμμηνόπαυση. Είτε λοιπόν στην ίδια παλιά καλή σχέση είτε σε μια καινούργια, αυτό που χρειάζεται είναι να απαλλαγούμε από την προκατάληψη που λέει ότι οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση σταματούν να είναι ερωτικά όντα (σίγουρα σταματούν να είναι για εφηβικά όνειρα αλλά αυτό τις κάνει μάλλον πολύ πιο ώριμες σεξουαλικά) και να ξαναβρούμε -ξεκινώντας κυρίως από τον εαυτό μας- την ερωτική μας διάθεση. Ίσως με παραπάνω ρυτίδες και κιλά αλλά με την εμπειρία, τη σιγουριά και την ηρεμία που μας δίνει η ωριμότητα.
Η κρίση και οι συνέπειές της
Η οικονομική κρίση μας φέρνει αντιμέτωπους με καταστάσεις που επιτάσσουν μια αναθεώρηση όσων θεωρούσαμε δεδομένα για το μέλλον μας. Μια σοβαρή και όχι ευχάριστη συνέπεια είναι αυτή του περιορισμού της οικονομικής ανεξαρτησίας, η οποία κάνει πολλούς νέους ανθρώπους είτε να παραμένουν είτε να επιστρέφουν στο πατρικό. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αλλαγής το επωμίζεται συνήθως η μητέρα, τη στιγμή που ήλπιζε να ξεκουραστεί, να φροντίσει περισσότερο τον εαυτό της, να έχει λίγη παραπάνω ελευθερία και ηρεμία.
Ένα μεγάλο πρόβλημα σε αυτή την εξέλιξη είναι ότι τα 25χρονα, 30χρονα και βάλε «παιδιά» που παραμένουν ή επιστρέφουν στο σπίτι έχουν την τάση, όντας πίσω στα παιδικά τους δωμάτια, να διατηρούν ή ακόμα και να ξαναβρίσκουν τις παιδικές συνήθειες: με δυο λόγια, να περιμένουν από τη μαμά την ίδια φροντίδα που είχαν ως 5χρονα.
Η κατάσταση χρειάζεται οριοθέτηση γιατί αλλιώς κινδυνεύουν τα νεύρα όλων αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις. Οι μητέρες είναι αυτές που καλούνται να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους: να πιέσουν για να μη βολευτούν τα παιδιά σε αυτή την κατάσταση (και σταματήσουν, π.χ., να ψάχνουν για δουλειά), να κάνουν ξεκάθαρο πόση οικονομική στήριξη είναι σε θέση να προσφέρουν αλλά και το ότι η συμβίωση ενηλίκων (ακόμα και αν αυτοί είναι γονείς και παιδιά) απαιτεί απ' όλους την ανάληψη συγκεκριμένων ευθυνών, αμοιβαίες παραχωρήσεις, τη φροντίδα και το σεβασμό των άλλων.
Δεν ξέρω τι να κάνω με το χρόνο που έχω ξαφνικά στα χερια μου
Και ξαφνικά ήρθε η συνταξιοδότηση… Όσο κι αν το έχουμε σκεφτεί, προετοιμάσει, ονειρευτεί ή οργανώσει, σχεδόν πάντα νιώθουμε απροετοίμαστοι όταν έρχεται, κάτι που ισχύει για όλες τις μεγάλες αλλαγές της ζωής μας.
Η ρουτίνα, οι καθημερινές μας συνήθειες αλλά και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας αλλάζουν ριζικά όταν σταματήσουμε να δουλεύουμε. Μπορεί να νιώσουμε ότι δεν έχουμε πια τίποτα να προσφέρουμε, ότι δεν μας χρειάζεται κανείς. Κάθε τέτοια αλλαγή είναι μια σημαντική απώλεια και χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας το χρόνο που χρειάζεται να την πενθήσει. Όσο κι αν θα θέλαμε ή φανταζόμαστε να περάσουμε από τη μία κατάσταση στην άλλη χαρούμενα και ανώδυνα αυτό συνήθως δεν είναι εφικτό. Τώρα χρειαζόμαστε συμπαραστάτες: ανθρώπους που εμπιστευόμαστε και αγαπάμε, ίσως συναδέλφους που βρίσκονται στην ίδια φάση της ζωής ή την έχουν ήδη περάσει και μπορούν να μας δώσουν τη στήριξη που έχουμε ανάγκη για να προχωρήσουμε.
Κατάφερα κάτι στη ζωή μου;
Η μέση ηλικία είναι ίσως η ηλικία της πρώτης ουσιαστικής αναζήτησης νοήματος και αυτοαμφισβήτησης. Τώρα που κάποια βασικά ζητήματα της ζωής (δημιουργία οικογένειας, απόκτηση παιδιών, επαγγελματική ή κοινωνική καταξίωση) έχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διευθετηθεί, μπορεί να νιώσουμε ξαφνικά σαν να μας τραβούν το χαλί κάτω απ' τα πόδια: αυτό ήταν λοιπόν; Σαν επίμονοι πεζοπόροι, να έχουμε σκαρφαλώσει επί χρόνια και να φτάνουμε τώρα στο πρώτο υψίπεδο, με θέα τη διαδρομή που κάναμε ως εδώ;
Το ερώτημα τίθεται τότε σχεδόν αυτόματα: αυτό ήθελα τελικά; Θα μπορούσα να έχω πάρει κι άλλο δρόμο; Αυτό είχα ονειρευτεί; Τι άφησα πίσω; Τι πρέπει να αποχωριστώ οριστικά; Αντέχω να συνεχίσω με τον ίδιο τρόπο; Θέλω να συνεχίσω ή θέλω να αλλάξω την πορεία μου;
Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρα μέσα μας αλλά δημιουργούν μια αίσθηση σύγχυσης, άγχους και θλίψης ακόμα. Μπορεί να αισθανθούμε ενοχές απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό ή τους δικούς μας, να νιώθουμε ότι θα θέλαμε να είχαμε ζήσει αλλιώς, λίγο, πολύ ή τελείως διαφορετικά. Μπορεί να μας βασανίζει τις νύχτες στο κρεβάτι μας το ερώτημα: ποιος είμαι τελικά και τι θέλω;
Στη ζωή υπάρχουν πολλοί δρόμοι που δυνητικά θα μπορούσαμε να πάρουμε. Ακολουθούμε κάποιους κι άλλοτε μένουμε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο ευχαριστημένοι.
Ωστόσο κάθε στιγμή και κάθε καμπή προσφέρουν καινούργιες δυνατότητες αρκεί να ξέρουμε ότι σε κάθε επιλογή -όπως λέει και ο Ίρβιν Γιάλομ στην Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία- κάτι αποκτάμε και κάτι αφήνουμε. Η σοφία που αποκτάμε μεγαλώνοντας μας κάνει, ευτυχώς, να το δεχόμαστε πιο εύκολα αυτό.
Λουίζα Βογιατζή, σύμβουλος-ψυχολόγος, mypsychologist.gr
No Response to "Στο ντιβάνι.."
Δημοσίευση σχολίου