Σήμερα το Αρωμα Γυναίκας έχει την τιμητική του, το κείμενο που ακολουθεί ,το υπογράφει η Ελενα Ακρίτα και αφηγείται την καθημερινότητα της γυναίκας, με τον δικό της ιδιαίτερο και γλαφυρό τρόπο.
Είμαι σίγουρη οτι κάπου θα δούμε και τον δικό μας εαυτό και ρόλο μέσα στο κείμενο..
Είμαι σίγουρη οτι κάπου θα δούμε και τον δικό μας εαυτό και ρόλο μέσα στο κείμενο..
Σάββατο μεσημερι..
ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ πεταμένο στην καρέκλα της κουζίνας. Όπου ΔΕΝ είναι η θέση του. Η θέση του είναι στην ντουλάπα. Κανονικά λοιπόν, έπρεπε να σηκωθεί. Να πάρει το μπουφάν. Να διασχίσει τον διάδρομο. Να πάει στο άλλο δωμάτιο. Να ανοίξει την ντουλάπα. Να κρεμάσει το μπουφάν. Να πέσει κάτω το φούτερ το στριμωγμένο. Να μαζέψει το φούτερ. Να κρεμάσει το φούτερ. Να κρεμάσει και το μπουφάν. Να κλείσει την ντουλάπα. Να κλείσει την πόρτα για τα ρεύματα. Να επιστρέψει στην κουζίνα.
Σε ρεαλιστικό χρόνο, δυο λεπτών υπόθεση. Σε υπερρεαλιστικό χρόνο, ένας αιώνας. Την είχε κυριέψει
το σύνδρομο «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Όσες φορές και να το κρέμαγε, αυτό πάντα μπαστακωμένο στην καρέκλα της κουζίνας. Εκεί ακριβώς όπου το πετούσε η κόρη της. Εκεί ακριβώς όπου θεωρούσε ότι είναι η φυσική του θέση. Πού βάζουμε μπουφάν, παντελόνια, μπλούζες, είδη προικός; Στην καρέκλα της κουζίνας.
Ματαιότης ματαιοτήτων... Μια ζωή τακτοποιείς, μια ζωή τα ξαναβρίσκεις στη λάθος θέση. Τι διάολο, περπατάνε τη νύχτα; Καλά, με το πλυντήριο, το είχε πάρει απόφαση. Μόλις έσβηναν τα φώτα, αυτό έπαιρνε τους δρόμους. Περπατούσε κανονικότατα, έκοβε τσάρκες. Την πρώτη φορά ξύπνησε έντρομη τον άντρα της. Νόμιζε ότι μπήκαν οι διαρρήκτες στο σπίτι να κλέψουν το σεμέν πάνω από την τηλεόραση. Μετά το συνήθισε. Μη σου πω ότι άρχισε να το ζηλεύει κιόλας. Εκείνη μέσα κλεισμένη, το πλυντήριο κοινωνικότατο!
Σάββατο μεσημέρι και ο άντρας της έχει πάει τα παιδιά στο λούνα παρκ. Ωραία θα περάσουμε πάλι. Θα τους βάλει σε αυτό το στριφογυριστό μαραφέτι βζόινγκ- βζόινγκ που σου πετάει τ΄ άντερα έξω, θα τους ταΐσει μετά κι ό,τι τζανκ σκατολοΐδι βρει μπροστά του. Κι όταν με το καλό γυρίσουν και τη βγάλουν όλη νύχτα αγκαλιάζοντας στοργικά το καπάκι της λεκάνης, εκείνος θα λέει «ίωση είναι, πού τα πήγες τα παιδιά και κρύωσαν;».
Και να πεις ότι δεν του μίλησε πριν φύγουν; Του είπε πως έχει ξεπαγώσει κιμά για μακαρόνια και να γυρίσουν να φάνε στο σπίτι. Που και αυτό σχετικό είναι. Γιατί αγοράζεις εσύ τα μακαρόνια νούμερο 6, ο άλλος θέλει τα χοντρά, ο τρίτος τα φιογκάκια, ο τέταρτος τις πένες και ο λογαριασμός στο 12!
Τώρα που λείπουν όλοι από το σπίτι, λογικά θα ήταν καλή ευκαιρία να συγυρίσει λίγο. Λογικά πάντα, αλλά γιατί να μπει στη διαδικασία; Γιατί να της κοπεί η μέση μαζεύοντας κόκκινα τουβλάκια από τη μοκέτα και αδειάζοντας καλάθια αχρήστων με χρήσιμα πράγματα πεταμένα μέσα; Ποιος ο λόγος; Αφού πέντε θα γυρίσουν, πέντε και πέντε το σπίτι θα έχει ξαναγίνει ακριβώς όπως πριν. Η μέρα της μαρμότας. Αυτό είναι η ζωή της.
Αλήθεια, πώς λεγόταν εκείνο το παλιό σίριαλ; «Η Μάγισσα»; Που ήταν μια ξανθιά και μόλις έτριβε τη μύτη με το δάχτυλό της, όλα έμπαιναν στη θέση τους; Το σπίτι καθαρό, το πάτωμα σφουγγαρισμένο, το φαγητό σερβιρισμένο, τα ρούχα πλυμένα και σιδερωμένα;
ΚΑΙ Η ΡΙΖΑ της ξανθιάς μάγισσας ποτέ δεν έβγαινε στο μαλλί. Εμ, έτσι το ξέρω κι εγώ, αγάπη μου! Όχι που τρέχεις στα κομμωτήρια και σε παστώνουν στα πασαλιψατέρ κάθε τρεις και λίγο. Και επειδή δεν έχει χρόνο, δεν έχει χώρο, δεν έχει αντοχές, μια ζωή κατσικωμένη η ρίζα στο μαλλί! Δεν γεννήθηκε ξανθιά, σκοτώστε την! Κι έχει και την τρελή κομμώτρια πάνω από τον λουτήρα, «να σας περάσω μια μασκούλα γιατί είναι αδύνατες οι άκρες;».
Μπράβο βρε, γελάσαμε πάλι σήμερα, σε καλό να μας βγει!
Πλησίασε το πρόσωπο στον καθρέφτη. Με αυτή τη ρυτίδα δεν θυμάται να συστήθηκαν. Της είναι παντελώς άγνωστη! Διαφημίζουν μια κρέμα στην τηλεόραση. Έχει ένα συστατικό... Να δεις πώς το λένε; Κάτι που τελειώνει σε «ine» και σε κάνει τσίτα. Η κυρία της διαφήμισης πριν από την κρέμα ήταν πλισέ και τώρα η μούρη σαν να την πέρασε με σίδερο ατμού. Να την αγόραζε; Μπα, δε βαριέσαι! Πήρε την άλλη, την ξέχασε στο ψυγείο και παραλίγο να την αλείψει στη φρυγανιά του παιδιού!
Τουλάχιστον το σπίτι έχει ησυχία τώρα που λείπουν όλοι. Πόσο της λείπει αυτή η μούγγα στη στρούγκα! Συνήθως γύρω της όλοι ουρλιάζουν, όλοι τσακώνονται, όλοι ζητούν, όλοι απαιτούν.
Διεκδικούν κομμάτια του εαυτού της που δεν τα έχει πια. Που δεν υπάρχουν πια. Ό,τι είχε το έδωσε. Και το υστέρημα της ψυχής. Και το περίσσευμα καρδιάς. Πάρτε κόσμε, το αφεντικό τρελάθηκε και τα δίνει τζάμπα! Έγινε η ζωή της, «ό,τι πάρετε ένα τάλιρο»! Σαν τα μακό μπλουζάκια στα καλάθια των εκπτώσεων. Χιμάνε όλοι, αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, μέχρι που το καλάθι αδειάζει. Και αυτοί ακόμα ζητάνε. Ακόμα ψάχνουν τις γωνίες, μην παράπεσε ένα ρετάλι από τη γυναίκα που ήταν κάποτε.
ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΜΙΣΗ, πώς πέρασεν η ώρα...
Δώδεκα και μισή, πώς πέρασαν τα χρόνια...
Τον λάτρευε τον Καβάφη στην εφηβεία της. Ίσως γιατί δεν τον καταλάβαινε. Τώρα που τον καταλαβαίνει, τώρα που μιλάει κατευθείαν στην ψυχή της, ούτε που να τον ξαναδεί στα μάτια της. Πώς πέρασεν η ώρα...
Πώς πέρασαν τα χρόνια...
Όπου να ΄ναι θα γυρίσουν. Σηκώθηκε αργά.
Σήκωσε το μπουφάν.
Είχε την αμυδρά επίμονη αίσθηση πως κάποιος, κάπου, κάποτε, της έταξε πως η ζωή της θα ήταν σαν διαφήμιση απορρυπαντικών. Της έφυγε η ζωή. Της έμεινε το απορρυπαντικό.
Προχώρησαν στον διάδρομο αγκαλιασμένοι.
Η γυναίκα και το μπουφάν.
Της ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ
Σάββατο 14 Μαρτίου 2009 ΤΑ ΝΕΑ
No Response to "Η γυναίκα και το μπουφάν."
Δημοσίευση σχολίου