Η ιστορία της Ελισάβετ Μπάρρετ και του Ρόμπερτ Μπράουνιγκ είναι μια απο τις πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης. Για πολλά χρόνια το ειδύλλιό τους στάθηκε κυρίαρχο γεγονός στα αγγλικα φιλολογικά χρονικά. Προσωπικότητες του πνεύματος και της ποίησης διαλεχτές και οι δυό, ένωσαν τη ζωή, τη σκέψη και το έργο τους, χωρίς ωστόσο να χάσουν την ατομικότητά τους.
Το θεατρικό "Οι Μπάρρετ της Γουίμπολ Στρητ", το βιβλίο της Βιργινίας Γούλφ "'Εξαψη" κλπ. βοήθησαν να γίνει η ιστορία τους θρύλος και να περάσουν στην αθανασία, πλάι στους μεγάλους ερωτευμένους. Μα θα έφταναν γι αυτό και μόνα τα περίφημα..."Σονέτα απο την Πορτογαλία" της Ελισάβετ Μπάρρετ.
Ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ πρωτογνώρισε την Ελισάβετ απο τους στίχους της. Το όνομά της σαν ποιήτρια ήταν πασίγνωστο στην Αγγλία στις αρχές του προπερασμένου αιώνα. Πρώτα αγάπησε τα ποιήματά της, αλλά δεν άργησε να αγαπήσει και τη γυναίκα που με τόσο αίσθημα και τέχνη τα έγραφε. Σπρωγμένος απο μιάν ακατανίκητη δύναμη, έγραψε ένα γράμμα στο ίνδαλμά του και της ζητούσε να συναντηθούν.
Η Ελισάβετ, που κόντευε τα σαράντα και ήταν ανάπηρη, έμενε κλεισμένη στον εαυτό της και στο σπίτι της και δεν έδειξε προθυμία ν΄ανταποκριθεί στην παράκληση του θαυμαστή της.
Αλλά τα γράμματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο, σαν επίμονα χτυπήματα στην κλειστή της πόρτα. "Αγαπώ τους στίχους σας με όλη μου την ψυχή, αγαπητή δεσποινίς Μπάρρετ", άρχιζαν οι επιστολές και τελείωναν πάντα: "Αγαπώ και σας το ίδιο".
Πώς λοιπόν ήταν δυνατό ν΄αντισταθεί μια γυναικεία καρδιά σ΄ένα τόσο φλογερό αίσθημα; 'Οταν μάλιστα η καρδιά αυτή ανήκει σε μια ποιήτρια και μάλιστα πονεμένη; Δέχτηκε τελικά τη συνάντηση κι έτσι άρχισε μια μεγάλη αγάπη, που ...
όμοιά της δύσκολα βρίσκει κανείς ακόμα και στα πιο παθητικά μυθιστορήματα.
'Ομως τα πράγματα δεν ήταν απο την αρχή τόσο εύκολα. Ο πατέρας της Ελισάβετ, μόλις το έμαθε αρνήθηκε κατηγορηματικά να επιτρέψει στην κόρη του να ριχτεί σε μια περιπέτεια που, καθώς πίστευε, θα την έκανε, αργά ή γρήγορα, δυστυχισμένη. Και ασφαλώς η λογική βρισκόταν με το μέρος του πατέρα: η Ελισάβετ ήταν ανάπηρη- είχε πάθει στρέβλωση της σπονδυλικής στήλης, με αποτέλεσμα να πειραχτούν τα πνευμόνια της και να είναι διαρκώς μισοάρρωστη - και απο πάνω ήταν
έξη χρόνια μεγαλύτερη απο τον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ.
Αλλά το αίσθημα της ποιήτριας ήταν δυνατότερο απο όλες τις πατρικές νουθεσίες και απειλές, και οι δυό ερωτευμένοι παντρεύτηκαν κρυφά.
Ο Μπράουνινγκ πήρε την αγαπημένη του απο το ομιχλώδες Λονδίνο και την πήγε στην ηλιόλουστη Φλωρεντία της Ιταλίας.
Εκεί η Ελισάβετ βρήκε μια ζωή που ποτέ δεν είχε τολμήσει να φανταστεί πως θα μπορούσε να υπάρξει γι αυτήν.
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια έμειναν οι Μπράουνινγκ στην ηλιόχαρη πολιτεία με την ευγενική ομορφιά.
Εδώ η Ελισάβετ εμπνεύστηκε μερικά απο τα πιο ωραία ποιήματά της και ειδικά τα "Σονέτα απο την Πορτογαλία" γραμμένα το 1847.
Σ΄αυτά εκφράζεται όλη η απέραντη λατρεία της στον σύζυγό της.
Μάλιστα τον τίτλο τους τον διάλεξε ο ίδιος ο ποιητής για να καμουφλάρει το αυτοβιογραφικό περιεχόμενο των στίχων.
Μέσα απο τα "Σονέτα" ξεπηδάει όλη η ευαισθησία και η δίψα για ζωή που φώλιαζαν και σιγόκαιαν στο ανάπηρο κορμί της ποιήτριας τον καιρό που ζούσε κλεισμένη στο σπίτι της, πριν ακόμα γνωρίσει
τον Μπράουνινγκ. Ο αναγνώστης πληροφορείται με συγκίνηση τη δραματική αλλαγή που έφερε στη ζωή της η αγάπη, και πως ο κόσμος των ονείρων της έγινε πραγματικότητα.
Η Ελισάβετ γεννήθηκε στις 6 του Μάρτη 1809, στην κομητεία του Ντέρχαμ της Αγγλίας απο γονείς πολύ πλούσιους. Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στην εξοχή και κυρίως στο Χοπ 'Εντ.
Εκεί άρχισε, πριν ακόμα γίνει δέκα χρονών, να γράφει στίχους,εμπνευσμένους απο την όμορφη φύση, τα δάση και τους κήπους του τόπου. 'Ηταν η μεγαλύτερη απο τα οχτώ αδέρφια της κα αγαπούσε τον πατέρα της σχεδόν παθολογικά. Αλλά κι εκείνος την αγαπούσε και ήταν περήφανος για την προικισμένη κόρη του.
Στα δεκαεφτά της έδωσε στη δημοσιότητα το πρώτο βιβλίο,με τίτλο "'Ενα δοκίμιο και άλλα ποιήματα", αφιερωμένο στον πατέρα της.
Σε ηλικία εικοσιέξη χρονών, δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο της "Προμηθέας δεσμώτης" και διάφορα ποιήματα. Πρόκειται για μια ελεύθερη μετάφραση της γνωστής Αισχύλειας τραγωδίας.
Αλλά το γεγονός ότι μια γυναίκα είχε αποτολμήσει να μεταφράσει 'Ελληνες κλασσικούς, για κείνα τα χρόνια αποτελούσε φαινόμενο δίχως προηγούμενο. Στους φιλολογικούς κύκλους δημιουργήθηκε
μεγάλος θόρυβος και πολλοί κριτικοί κατάκριναν και τη μετάφραση και την ίδια.
Κάμποσα χρόνια αργότερα, όταν δημοσίευσε μια μεγάλη συλλογή ποιημάτων της, κάποιος κριτικός έγραψε για τη νέα εργασία της ποιήτριας: "Αυτή η τελευταία απόδοση της ανυπέρβλητης τραγωδίας,
είναι ποιητικότερη απο οποιαδήποτε άλλη της ίδιας πιστότητας και έχει τη θέρμη και τη ρώμη ενός μαστορικού χεριού. Κανείς άλλος ως τώρα δεν κατάφερε καλύτερα απο τη συγγραφέα να μας συναρπάσει με την ορμητική και ρυθμική μελωδία του τραγικού χορού".
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ δεν μπόρεσε ν΄αντισταθεί στην προικισμένη γυναίκα, που, σε πείσμα της φυσικής της αναπηρίας, είχε βαλθεί να πετύχει - και πετύχαινε-
κάτι που θα ζήλευαν πολλοί επίλεκτοι άνδρες των γραμμάτων.
'Ενα χρόνο ύστερα απο τον πρώτο της "Προμηθέα", στα 1836, η Ελισάβετ έπαθε μια πνευμονική αιμορραγία. Για πολλούς μήνες έμεινε στο κρεβάτι και μετά πήγε με το μεγαλύτερο αδερφό της στο
Τορκαί, όπου το κλίμα ήταν πιο ζεστό, για ανάρρωση. Εκεί φαίνεται πως η υγεία της πήγαινε πολύ καλά και θα γιατρευόταν εντελώς.
Αλλά ένα τραγικό γεγονός την έκανε να χειροτερέψει περισσότερο.
'Ενα όμορφο καλοκαιριάτικο πρωινό, η Ελισάβετ είχε βγεί στο μπαλκόνι να δεί τον αδερφό της και δυό φίλους, που έκαναν βαρκάδα στη θάλασσα. Λίγα λεπτά αργότερα, και κάτω απο τα μάτια της, η βάρκα αναποδογύρισε και τα τρία παλληκάρια εξαφανίστηκαν στο νερό. Δε βρέθηκαν ούτε τα πτώματά τους.
Η Ελισάβετ είχε παρακολουθήσει την τραγωδία απο το μπαλκόνι της, κι έπαθε τέτοιο κλονισμό που δε μπόρεσε ποτέ πια να ξαναβρεί την υγεία της. Είχε τύψεις, γιατί, έλεγε, πως για χάρη της είχε πάει στο Τορκαί ο αδερφός της,και πως αν δεν ήταν αυτή, εκείνος θα ζούσε. Οι στίχοι της φανερώνουν πόσο βαθύς ήταν ο πόνος της.
... Οι ελπίδες έγιναν γοργά απελπισία ατέλειωτη, ώσπου η χάρη του Θεού
τ΄αποφασίσει να πάρει μακριά απ΄τον άθλιο κόσμο
τη βαριά μου καρδιά...
Τον άλλο χρόνο ξαναγύρισε στο Λονδίνο. Εκεί κλείστηκε σε ένα μεγάλο μισοσκότεινο δωμάτιο του σπιτιού της και έμεινε εφτά ολάκερα χρόνια. Η μόνη της ευχαρίστηση ήταν το διάβασμα. Μελετούσε οποιοδήποτε βιβλίο άξιζε να διαβαστεί και σχεδόν σ΄όλες τις γλώσσες.
Οι ευαίσθητες κεραίες της ποιήτριας συλλαμβάνουν τις ανθρώπινες ελλείψεις, τα βάσανα και τους καημούς και τα κάνουν τραγούδι λυτρωτικό.
Η Ελισάβετ θαύμαζε κι αυτή το ποιητικό έργο του Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, μα δε μπορούσε να φανταστεί πως αυτός θα ήταν εκείνος που θα την έβγαζε αργότερα απο τον "κλειστό και ενδοστρεφή" κόσμο της, και θα της έδινε το κουράγιο να ζήσει κανονικά κι ευτυχισμένα.
Ούτε μπορούσε να της περάσει απο το μυαλό, πως αυτή, η ανάπηρη, τρία χρόνια μετά το γάμο της, θα έφερνε στον κόσμο παιδί.
'Ονειρο της φαινόταν επίσης το ότι έζησε δεκαπέντε ευτυχισμένα χρόνια στη μακρινή Φλωρεντία, όπου και έγραψε τα δυνατότερα ποιήματά της.
Στο διάστημα που έμεινε εκεί, ο Ιταλικός λαός άγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του.
Η Ελισάβετ δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη απο τον αγώνα αυτόν. Στο έργο της "Τα παράθυρα της Κάζα Γκουίντα", που είδε το φως στα 1851, συμμερίζεται τους καημούς και τις ελπίδες των Ιταλών για μια λεύτερη και ενοποιημένη πατρίδα.
Επίσης μεγάλη συγκίνηση προκάλεσε η σταυροφορία της εναντίον της σκληρής εργασίας των παιδιών, που έλυωναν μέσα στην κόλαση των εργοστασίων της Αγγλίας τότε. Στο περίφημο ποίημά της "Η κραυγή των παιδιών" δίνει με τραγικούς τόνους το θρηνητό των "μικρών σκλάβων", πουβλέπουν το θάνατο - πριν ακόμα γευτούν τη ζωή - σαν λύτρωση.
Στη Φλωρεντία επίσης έγραψε και το αριστουργηματικό "Ωρόρα Λάι". Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό ποίημα που περιγράφει την πίκρα και τον πόνο μιας ευγενικής γυναίκας του πνεύματος, η οποία αγωνίζεται να γκρεμίσει τα "κατά συνθήκην ψεύδη".
Αλλά, εκείνα που γνώρισαν τη μεγάλη δημοσιότητα, νίκησαν το χρόνο κι έρχονται στη μνήμη μαζί με τ΄όνομά της, είναι τα
"Σονέτα απο την Πορτογαλία", τα οποία έγραψε χωρίς να την πάρει είδηση ο Μπράουνινγκ και μια μέρα τα έβαλε δειλά στην τσέπη του:
- Σκίστα, αν δε σου αρέσουν, του είπε.
Στον αρκετά μακρύ κατάλογο των έργων της, αναφέρονται
ακόμα "Το μυθιστόρημα της Μαργαρίτας", "Οι 'Ελληνες χριστιανοί ποιητές και οι 'Αγγλοι ποιητές" και άλλα.
Τον Ιούνιο του 1861 άρπαξε ένα σοβαρό κρυολόγημα και έμεινε
μια βδομάδα στο κρεβάτι. Κανείς δε θεώρησε την αρρώστια της επικίνδυνη. Μα στο τέλος του μήνα πέθανε.
Την έθαψαν στην αγαπημένη της Φλωρεντία.
Wikipedia
No Response to "... ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΠΑΡΡΕΤ ΜΠΡΑΟΥΝΙΝΓΚ(1809-1861)"
Δημοσίευση σχολίου