Αναρωτιέμαι: πού οφείλεται αυτή η θαυμαστή ιδιαιτερότητα του ματιού και του εγκεφάλου που τα κάνει να ξεχωρίζουν στο σώμα μας και να είναι ουσιαστικά η κορωνίδα όλου του πολιτισμού μας. Αναρωτιέμαι τι ακριβώς συνέβη στο μακρύ ταξίδι της εξέλιξής μας και αναδύθηκαν αυτές οι «δομές» με τις οποίες η ίδια η φύση μπορεί να συνειδητοποιεί τον «εαυτό» της και με τις οποίες πρωτίστως ο άνθρωπος ξέφυγε από τη ζωώδη
κατάσταση και δημιούργησε την κοινωνία του και τον εκπληκτικό κόσμο της συνείδησης.
Και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο εγκέφαλος – το πιο πολύπλοκο όργανό μας – απέκτησε καθοδηγητικό ρόλο σε όλους τους έμβιους οργανισμούς με την κεντρική οργάνωση και το γενικό έλεγχο όλων των συστημάτων του σώματός μας, με τη διαρκώς όλο και πιο πολύπλοκη διαμόρφωση των νευρωνικών δικτύων. Βεβαίως και εδώ παραμένουν προφανώς άλυτα πολλά ζητήματα και αυτό συνιστά το γνωστό παιχνίδι γνώσης – άγνοιας. Ωστόσο, η μεγάλη απορία είναι το πώς το μάτι απέκτησε μια τόση ξεχωριστή δυνατότητα όχι μόνο γιατί μέσω αυτού συλλαμβάνουμε καλύτερα τον κόσμο, αλλά και γιατί μέσω αυτού εκφράζουμε τον εαυτό μας, το δικό μας απέραντο κόσμο.
Από τα πρώτα φωτοευαίσθητα κύτταρα σε κάποιους πρωτόγονους οργανισμούς, κύτταρα που διαφοροποιήθηκαν για να προσανατολίζουν τους οργανισμούς προς τις πηγές του φωτός μέχρι το σημερινό μάτι του ανθρώπου μέσω του οποίου – πάντα ενεργούντος του εγκεφάλου – γευόμαστε σε σημαντικό βαθμό το ίδιο το φαινόμενο της ζωής και της ύπαρξής μας, η διαδρομή είναι μακριά και δεν μπορούμε να κατανοούμε τις διαρκώς νέες αναδύσεις αυτού του θαυμαστού οργάνου. Βεβαίως οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν βλέπουμε με το μάτι, ότι βλέπουμε με τον εγκέφαλο, ότι εκεί στο αντίστοιχο κέντρο της όρασης γίνεται αντιληπτή η όποια εικόνα. Αλλά αυτό δεν απομειώνει σε τίποτα τη γοητεία του βλέμματος. Και αυτό όχι απλά και μόνο γιατί χωρίς το μάτι μας δεν θα γινόταν δυνατή η αίσθηση της όρασης, αλλά και γιατί με τα μάτια μας εκφράζεται όλο ο εαυτός μας
Στο βλέμμα γίνεται η πραγματική συνάντηση των ανθρώπων, εδώ γίνεται η επικοινωνία μας, εδώ εκδηλώνονται τα συναισθήματά μας, εδώ φωλιάζει ο φόβος και η αγωνία, εδώ έχουν την αφετηρία τους τα όνειρα και οι πόθοι μας, εδώ αρχίζει το πρώτο του φτερούγισμα ο έρωτας. Με το μάτι μας δεν αντιλαμβανόμαστε μόνο εικόνες, όπως πολύ πρόχειρα μπορεί να θεωρούμε. Και οι λέξεις και οι έννοιες έχουν τη προβολή τους στο πεδίο της εικόνας, στον κόσμο του ματιού. Και η λέξη πάντα έχει και μια εικόνα. Γιατί όταν μια λέξη δεν γράφεται σωστά και τα μάτια μας το καταγράφουν, εξεγείρεται η σκέψη μας; Ο κόσμος των λέξεων και της γλώσσας μας γίνεται πράξη και ουσία εδώ, εδώ μετασχηματίζονται στο απέραντο πεδίο της γνώσης και της μάθησης.
Με τα μάτια μας δεν βλέπουμε απλά και μόνο τον άλλον / την άλλη, αντιλαμβανόμαστε της ψυχής του / της τα μονοπάτια, σημειώνουμε τις άρρητες διαθέσεις του / της, διαισθανόμαστε τις κρυφές σκέψεις του / της. Τα μάτια δεν καλύπτουν οι φωτογράφοι και οι ειδικοί με μια μικρή μαύρη ταινία, όταν θέλουν να αποκρύψουν την ταυτότητα ενός προσώπου σε μια φωτογραφία; Τότε δεν χάνεται η ιδιαιτερότητα / η μοναδικότητα του προσώπου, του ατόμου; Με τα μάτια μπορούμε «να πούμε» ό,τι δεν μπορεί να εκφράσει ο λόγος της γλώσσας. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ξεχωριστής συναισθηματικής έξαρσης και κορύφωσης είναι τα μάτια και το βλέμμα οι πηγές μιας ανεξήγητης επικοινωνιακής δύναμης. Στους ερωτευμένους είναι το βλέμμα το πεδίο της συνένωσής των, πριν ακόμα τα σώματα ξεδιπλώσουν το ιερό πάθος τους και την αρχέγονη ορμή τους.
Αλλά τι ακριβώς γίνεται μέσα από το βλέμμα μας; Κοιτάζοντας τον άλλον / την άλλη βλέπουμε μεν όλο το σώμα του / της, αλλά στο βλέμμα του / της θα εστιάσουμε για να αποκτήσουμε την ουσία της ύπαρξής του / της. Πώς συγκεντρώνεται όλη η ύπαρξή μας, όλο μας το είναι απλά και μόνο στο βλέμμα; Με ποιο τρόπο τα μάτια μιλούν για λογαριασμό όλου του σώματός μας και προφανώς και της ψυχής μας; Γιατί είναι διαφορετικό το βλέμμα από τη ματιά; Γιατί μόνο το βλέμμα μπορεί να είναι άγρυπνο; Γιατί τα μάτια θέλουν πάντα τα …άλλα μάτια, αφού “μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα ξεχνιούνται”; Γιατί ο τρόπος που κοιτάζουμε προδίδει την πρόθεσή μας; Τι ακριβώς στέλνουν και τι παίρνουν τα μάτια από τα άλλα μάτια; Από πού και πώς πρωτοξεκίνησε αυτό το όμορφο παιχνίδι;
Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ποθήσει με τα μάτια μας, χωρίς να βγάλουμε ούτε καν μια λέξη; Πόσες και πόσες φορές δεν μάς οδηγεί το βλέμμα μας σε τόπους μακρινούς μιλώντας για πεζά ζητήματα με μια κοπέλα που θαυμάζουμε και δε χανόμαστε την ίδια στιγμή στο απόλυτα προσωπικό άρα και δημιουργικό σύμπαν της φαντασίωσής μας; Πόσες και πόσες φορές δεν αναφερόμαστε στην πρώτη ματιά, σαν να ήταν το άπαν αυτού που ακολούθησε; Πόσες και πόσες φορές δεν αισθανόμαστε ότι τα όνειρα που κάνουμε με τα μάτια ανοιχτά, με τα μάτια οδηγούς στην πιο κρυφή επιθυμία, στον πιο ανομολόγητο πόθο, δεν είναι πάντα πιο όμορφα από εκείνα τα όνειρα που παίρνουν πιο εύκολα τον τίτλο των ονείρων; Πόσες και πόσες φορές το βλέμμα μας δεν μάς ταξίδεψε σε μέρη μακρινά και απρόσιτα, σε ονειρεμένους κόσμους κοιτάζοντας τα μάτια μιας γυναίκας της Ισπανίας ή τις πλαγιές των χιονισμένων Ιμαλάϊων ή του Αμαζόνιου το αργό κύλημα ή …, βλέποντας απλά και μόνο μια φωτογραφία;
Αλλά και κόσμος της μνήμης και της νοσταλγίας πού εδράζουν την ξεχωριστή ευτυχία τους; Να δούμε θέλουμε μια μόνο μαρτυρία από τα μακρινά παιδικά μας χρόνια και αμέσως η ματιά μας με τον πιο γενναιόδωρο τρόπο απλώνει μια γαλήνη, μια ηδονή στη σκέψη και στο σώμα μας. Και κρατάμε αυτή την εικόνα σαν φυλαχτό και τα μάτια μας θα την έχουν σαν ένα τόσο δα μικρό παράθυρο για να μάς ανοίγει τους ορίζοντες της ψυχής μας, για να μάς ταξιδεύει τόσο εύκολα σε τόπους ευτυχίας, σε καιρούς ανέγγιχτους από τον χρόνο. Γιατί ξέρουμε ότι η ιστορία του βλέμματός μας είναι η ιστορία της αφήγησής μας, είναι η ιστορία της ζωής μας.
Του Νίκου Τσούλια
πηγη
No Response to "Η ιερή γοητεία του βλέμματος"
Δημοσίευση σχολίου