…Οι δικοί μας, οι πιο μεγάλοι πολεμιστές, αντιμετώπισαν εκείνους τους ξένους, έγιναν μεγάλες μάχες ανάμεσα στους ιθαγενείς αυτής της γης για να υπερασπίσουν τη γη από το χέρι του ξένου. Αλλά μεγάλη ήταν κι η δύναμη που έφερνε το ξένο χέρι.
Μεγάλοι και τρανοί πολεμιστές έπεσαν στη μάχη και σκοτώθηκαν. Oι μάχες συνεχίζονταν, λίγοι, ήταν πια οι πολεμιστές, κι οι γυναίκες και τα παιδιά έπαιρναν τα όπλα αυτών που έπεφταν.
Συγκεντρώθηκαν τότε οι πιο σοφοί από τους παππούδες και διηγήθηκαν την
ιστορία του σπαθιού, του δέντρου, της πέτρας και του νερού. Διηγήθηκαν ότι στους καιρούς τους πιο παλιούς κι εκεί στα βουνά, μαζεύτηκαν τα πράγματα που οι άνθρωποι είχαν για να δουλεύουν και να αμύνονται. Βρίσκονταν οι θεοί καταπώς συνήθιζαν, δηλαδή κοιμισμένοι ήταν, γιατί πολύ τεμπέληδες ήταν τότε οι θεοί, που δεν ήταν οι πρώτοι θεοί, οι πιο μεγάλοι, αυτοί που γέννησαν τον κόσμο. Κι ο άντρας κι η γυναίκα ξοδεύονταν στο σώμα και μεγάλωναν στην καρδιά, κάπου σε μια γωνιά του πρωινού. Σιωπή ήταν η νύχτα. Σιωπηλή ήταν γιατί ήξερε πως πολύ λίγο της απέμενε.
ιστορία του σπαθιού, του δέντρου, της πέτρας και του νερού. Διηγήθηκαν ότι στους καιρούς τους πιο παλιούς κι εκεί στα βουνά, μαζεύτηκαν τα πράγματα που οι άνθρωποι είχαν για να δουλεύουν και να αμύνονται. Βρίσκονταν οι θεοί καταπώς συνήθιζαν, δηλαδή κοιμισμένοι ήταν, γιατί πολύ τεμπέληδες ήταν τότε οι θεοί, που δεν ήταν οι πρώτοι θεοί, οι πιο μεγάλοι, αυτοί που γέννησαν τον κόσμο. Κι ο άντρας κι η γυναίκα ξοδεύονταν στο σώμα και μεγάλωναν στην καρδιά, κάπου σε μια γωνιά του πρωινού. Σιωπή ήταν η νύχτα. Σιωπηλή ήταν γιατί ήξερε πως πολύ λίγο της απέμενε.
Τότε μίλησε το σπαθί. -“Ένα σπαθί τόσο”, διακόπτει την αφήγηση του ο γερο-Αντόνιο και παίρνει μια μεγάλη δίκοπη ματσέτα. Το φως της φωτιάς βγάζει μερικές αχτίδες, μόλις για μια στιγμή, κι έπειτα γίνεται σκιά. Συνεχίζει ο γερο-Αντόνιο:
Τότε μίλησε το σπαθί και είπε:
“Εγώ είμαι το πιο δυνατό και μπορώ να τους καταστρέψω όλους. Η κόψη μου κόβει και δίνει εξουσία σ’ αυτόν που με κρατά και θάνατο σ’ αυτόν που με αντιμετωπίζει”.
“Ψέματα!” λέει το δέντρο. “Εγώ είμαι το πιο δυνατό, αντιστάθηκα στον άνεμο και στην πιο άγρια καταιγίδα”.
” Πάλεψαν το σπαθί και το δέντρο. Δυνατό και σκληρό έγινε το δέντρο κι αντιμετώπισε το σπαθί. Το σπαθί χτύπησε και ξαναχτύπησε μέχρι που έκοψε τον κορμό και γκρέμισε το δέντρο.
“Εγώ είμαι το πιο δυνατό” επανέλαβε το σπαθί.
“Ψέματα!” είπε η πέτρα. “Εγώ είμαι η πιο δυνατή γιατί είμαι σκληρή και αρχαία, είμαι βαριά και συμπαγής”.
“Και πάλεψαν το σπαθί και η πέτρα. Σκληρή και στερεή έγινε η πέτρα κι αντιμετώπισε το σπαθί. Το σπαθί χτύπησε και ξαναχτύπησε και δεν μπόρεσε να καταστρέψει την πέτρα αλλά την έσπασε σε πολλά κομμάτια. Το σπαθί έμεινε χωρίς κόψη κι η πέτρα πολύ κομματιασμένη.
“Είναι ισοπαλία!” είπαν το σπαθί κι η πέτρα κι έκλαψαν κι οι δυο για την ανώφελη πάλη τους.
” Στο μεταξύ, υπήρχε και. το νερό του χειμάρρου που μονάχα παρακολουθούσε την πάλη και δεν έλεγε τίποτα. Το είδε το σπαθί κι είπε:
“Εσύ είσαι το πιο αδύνατο απ’ όλους μας! Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις σε κανέναν. Είμαι πιο δυνατός από σένα!” και τινάχτηκε το σπαθί με μεγάλη δύναμη ενάντια στο νερό του χειμάρρου. Κι έγινε μεγάλη φασαρία και θόρυβος και τρόμαξαν τα ψάρια αλλά το νερό δεν αντιστάθηκε στο χτύπημα του σπαθιού.
” Λίγο λίγο, χωρίς να πει τίποτα, το νερό ξαναπήρε την αρχική μορφή του, τύλιξε το σπαθί και συνέχισε το δρόμο του στο ποτάμι που θα το μετέφερε στο μεγάλο νερό που είχαν φτιάξει οι θεοί για να γιατρέψουν τη δίψα που είχαν.
” Πέρασε ο καιρός και το σπαθί στο νερό άρχισε να παλιώνει και να σκουριάζει, έχασε την κόψη του και τα ψάρια το πλησίαζαν χωρίς φόβο και το κορόιδευαν. Με πόνο αποσύρθηκε το σπαθί από το νερό του χειμάρρου. Χωρίς κόψη και νικημένο πια, διαμαρτυρήθηκε:
“Είμαι πιο δυνατό από εκείνο, αλλά δεν μπορώ να του κάνω ζημιά, κι αυτό, χωρίς να παλέψει, με νίκησε”.
Πέρασε το ξημέρωμα κι ήρθε ο ήλιος να σηκώσει τον άντρα και τη γυναίκα που είχαν κουραστεί μαζί για να φτιάξουν νέους. Βρήκαν ο άντρας κι η γυναίκα το σπαθί σε μια σκοτεινή γωνιά, την πέτρα κομματιασμένη, το δέντρο κομμένο και το νερό του χειμάρρου να τραγουδάει…
” Τέλειωσαν οι παππούδες να διηγούνται την ιστορία του σπαθιού, του δέντρου, της πέτρας και του νερού και είπαν;
“Υπάρχουν φορές που πρέπει να παλέψουμε σαν να ήμασταν σπαθί ενάντια στο ζώο, υπάρχουν φορές που πρέπει να παλέψουμε σαν δέντρο απέναντι στην καταιγίδα, υπάρχουν φορές που πρέπει να παλέψουμε σαν πέτρα ενάντια στο χρόνο.
Αλλά υπάρχουν φορές που πρέπει να παλέψουμε όπως το νερό απέναντι στο σπαθί, το δέντρο, την πέτρα.
Αυτή είναι η ώρα να γίνουμε νερό και να συνεχίσουμε το δρόμο μας προς το ποτάμι που μας φέρνει στο μεγάλο νερό όπου γιατρεύουν τη δίψα τους οι μεγάλοι θεοί, οι πρώτοι, αυτοί που γέννησαν τον κόσμο…
1 Μηνύματα στην ανάρτηση "Η ιστορία του σπαθιού, του δέντρου, της πέτρας και του νερού"
Τι ωραία ιστορια!
Δημοσίευση σχολίου