Συμπληρώνονται 106 χρόνια από τη γέννησή της και τη θυμήθηκαν με την ευκαιρία αυτή το Google και γενικώς πάσης φύσεως μίντια. Μικρός φόρος τιμής για τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, μια από τις γυναίκες που άλλαξαν τον ρου της ανθρώπινης σκέψης τον 20ο αιώνα. Η πρώτη που διατύπωσε σαφώς την έννοια της κατασκευής του κοινωνικού φύλου – άσχετα που σήμερα η φράση της «γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι» είναι ίσως η μόνη σκέψη της που έχει διασωθεί στην ποπ κουλτούρα και πιπιλίζεται από τοίχο σε τοίχο στο Facebook ως το μοναδικό αξιομνημόνευτο επίγραμμά της.
Η Μποβουάρ δεν θεωρούσε τον εαυτό της φεμινίστρια, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά
συνέγραψε, δίχως άλλο, το πιο σημαντικό και πολύπλευρο φεμινιστικό έργο του 20ου αιώνα, το περίφημο «Δεύτερο φύλο». Υπήρξε από τους πρώτους συγγραφείς που αναγνώρισαν ρητά στις γυναίκες το δικαίωμα της ελευθερίας των επιλογών τους και της ανάληψης των ευθυνών τους. Αλλά και αυτή η ριζοσπαστική διατύπωση ήταν χρωματισμένη από τη φιλοσοφία που ασπάστηκε διά βίου, τον υπαρξισμό, τη φιλοσοφία της ελευθερίας και της ευθύνης, την οποία εξέφρασε, αποκρυστάλλωσε και τελειοποίησε παρέα με τον αιώνιο φίλο, σύντροφό της και συν-φιλόσοφο Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Γιατί δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για την Μπουβουάρ χωρίς να μιλήσει για τον Σαρτρ. Όπως δεν μπορεί να μιλήσει κανείς επί της ουσίας για τον Σαρτρ χωρίς να μιλήσει για την Μποβουάρ.
Ακόμα κι αν το «Δεύτερο φύλο» επισκιάζει συνήθως κάθε άλλη αναφορά στην εργογραφία της, δεν πρέπει να παραγνωριστούν τα πολλά άλλα σημαντικά έργα που μας κληροδότησε: καταρχάς τα φιλοσοφικά της δοκιμία, που συχνά λειτουργούν ως φάροι διαύγειας που ρίχνουν φως στις βαρείς και ογκώδεις πνευματικές αναζητήσεις του Σαρτρ. Μας παρέδωσε επίσης μυθιστορήματα, που παρόλη τη σχηματικότητά τους, διαπνέονται από τις ίδιες φιλοσοφικές αρχές του υπαρξισμού, της θεωρίας που «είναι ανθρωπισμός», όπως είχε ονομάσει κάποτε ο Σαρτρ ένα δοκίμιό του. Και μας άφησε επίσης και μία σειρά θαυμάσιων, γλαφυρότατων αυτοβιογραφικών ημερολογιών, που ανασυνθέτουν όχι μόνο τη ζωή της αλλά και του Σαρτρ. Δύο στην τιμή του ενός.
Η Μποβουάρ και ο Σαρτρ γνωρίστηκαν το 1928, εκείνη 20, εκείνος 23, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όταν η ευτυχία έμοιαζε μια απτή πραγματικότητα και ο πόλεμος μια απομακρυσμένη απειλή. Και οι δυο αρίστευσαν στη Σορβόνη, και διορίστηκαν καθηγητές αφού πέρασαν τις διαβόητα απαιτητικές εξετάσεις που απαιτούνταν για τον διορισμό – εκείνη με την πρώτη, εκείνος με τη δεύτερη.
Μόλις τελείωσαν την Ecole Normale, εκείνος της πρότεινε να παντρευτούν, κυρίως για πρακτικούς λόγους. Εκείνη το σκέφτηκε και το απέρριψε. Δεν την ενδιέφερε. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, ούτε μεταξύ τους, ούτε γενικώς. Ποτέ δεν σταμάτησαν όμως να μοιράζονται μεταξύ τους, κάθε μέρα, την παραμικρή λεπτομέρεια, σημαντική ή επουσιώδη, της καθημερινότητάς τους, με σχιζοφρενική σχεδόν επιμονή.
Ως καθηγητές διορισμένοι σε διαφορετικές πόλεις, έμαθαν να παίρνουν τα τρένα και να συναντούν ο ένας τον άλλον σε καφέ, τρώγοντας αλλαντικά και πίνοντας κρασί, πότε στη βρώμικη Χάβρη, πότε στη συμπαθητική Ρούεν.
Εκείνη του συμπαραστάθηκε όταν ο Σαρτρ, αφού κατανάλωσε ψυχοτροπικά ναρκωτικά, βίωνε επί μήνες ψυχωτικά επεισόδια στα οποία πίστευε ότι τον καταδίωκαν τεράστιοι αστακοί.
Επέζησαν των ζοφερών χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που θρυμμάτισαν την ψευδαίσθησή τους ότι είναι άτρωτοι, αλώβητοι από την ιστορική συγκυρία – μία ψευδαίσθηση που μάλλον έτρεφε κυρίως η Μποβουάρ, αφού ο Σαρτρ επιδείκνυε πάντοτε μία ακατανίκητη υπομονή που έφτανε ενίοτε τα όρια της στωικότητας, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Το 1940, ο Σαρτρ πιάαστηκε αιχμάλωτος και κρατήθηκε για μήνες σε γερμανικό στρατόπεδο, μέχρις ότου το έσκασε. Δεν σταμάτησε να της γράφει γράμματα. Κι εκείνη δεν σταμάτησε να τρέμει για τη ζωή του, εγκλωβισμένη στο κατεχόμενη Παρίσι.
Η σχέση τους ήταν ανοιχτή. Σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία τους, δεν έλειψαν και τα menages a trois με νεαρές συνήθως μαθήτριες της ίδιας και άλλες κοπέλες του κύκλου τους. Το τι έκταση και επιτυχία είχαν αυτά τα πειράματα δεν είναι γνωστό.
Η ζήλια δεν ήταν συναίσθημα που εμφανίστηκε στις ζωές τους. Δεν ένιωθαν την ανάγκη να κατακτήσουν ο ένας τον άλλον - ή να κατακτηθούν. Αλλά ήξεραν πάντοτε πόσο μεγάλη τύχη ήταν που γνώρισαν ο ένας τον άλλον. Γιατί τότε δεν θα έφταναν εκεί που έφτασαν, συμπαρασύροντας ο ένας τον άλλον στην κορυφή.
Ο Σαρτρ ήταν πάντα ο νούμερο ένας άντρας στη ζωή της. Και η Μπουβουάρ η νούμερο ένα γυναίκα στη δική του. Μόνο ο Αμερικανός συγγραφέας Νέλσον Άλγκρεν τη συγκίνησε σε σχεδόν αντίστοιχο βαθμό – και σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία της, ήταν ο πρώτος άντρας που την έφερε πραγματικά σε οργασμό, στα 39 της.
Ταξίδεψαν μαζί σε όλο τον κόσμο, γνώρισαν τον Τσε, τον Φιντέλ, όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Φωτογραφήθηκαν παρέα αμέτρητες φορές. Έγιναν το πιο γνωστό αντισυμβατικό ζευγάρι διανοουμένων στον πλανήτη.
Όταν στη δεκαετία του ’70, ο Σαρτρ έπαθε εγκεφαλικό και άρχισε να τυφλώνεται, η Μποβουάρ ξεκίνησε να του παίρνει συνεντεύξεις, μεγάλες, ατελείωτες συνεντεύξεις για να διασώσει ατόφια την υπέροχη σκέψη του προτού αυτή σφαλίσει για πάντα.
Ο Σαρτρ πέθανε το 1980, σε ηλικία 75 ετών. Το βιβλίο της «Αποχαιρετισμός στον Σαρτρ» (1981) ήταν ο πιο γλυκός, σπαρακτικός αποχαιρετισμός σε έναν αιώνιο φίλο. Δεν ξαναέγραψε ποτέ κάτι άλλο. Περίμενε ήσυχα, υπομονετικά να έρθει και το δικό της, τυπικό φινάλε. Και ήρθε, 6 χρόνια αργότερα.
Τώρα ο Σαρτρ και ο μελαγχολικός Κάστοράς του γευματίζουν αλλού.
πηγη
No Response to "Σιμόν ντε Μποβουάρ και Ζαν Πολ Σαρτρ Ένας αντισυμβατικός έρωτας που κράτησε 52 χρόνια"
Δημοσίευση σχολίου