Ο Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt, 14 Ιουλίου 1862 – 6 Φεβρουαρίου 1918) ήταν Αυστριακός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος της Απόσχισης (Sezession) της Βιέννης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό (Art Nouveau). Είχε σημαντική συμβολή στη διεθνή αναγνώριση της αυστριακής τέχνης και υπήρξε από τους πρώτους που κατάφεραν να συνδυάσουν την εικονιστική με την αφηρημένη ζωγραφική.
Βιογραφία Ο Κλιμτ γεννήθηκε στο Μπάουμγκαρτεν, κοντά στην πόλη της Βιέννης, και ήταν το δεύτερο από τα επτά παιδιά του φτωχού χαράκτη Ερνστ Κλιμτ και της Άννα Φίνστερ. Στην ηλικία των
δεκατεσσάρων ετών, γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών (Kunstgewerbeschule) της Βιέννης. Τα επόμενα χρόνια μελέτησε πάνω σε διαφορετικές τεχνικές, όπως το ψηφιδωτό και τη νωπογραφία, με τον καθηγητή Φέρντιναντ Λάουφμπεργκερ. Το 1880, μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ, και τον Φραντς Ματς (Frantz Matsch), ανέλαβε την πρώτη του παραγγελία που αφορούσε πίνακες για το
δεκατεσσάρων ετών, γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών (Kunstgewerbeschule) της Βιέννης. Τα επόμενα χρόνια μελέτησε πάνω σε διαφορετικές τεχνικές, όπως το ψηφιδωτό και τη νωπογραφία, με τον καθηγητή Φέρντιναντ Λάουφμπεργκερ. Το 1880, μαζί με τον αδελφό του, Ερνστ, και τον Φραντς Ματς (Frantz Matsch), ανέλαβε την πρώτη του παραγγελία που αφορούσε πίνακες για το
Μέγαρο Sturany της Βιέννης καθώς και ορισμένες τοιχογραφίες για την οροφή των ιαματικών λουτρών του Κάρλσμπαντ. Σύντομα, ο Κλιμτ άρχισε να καθιερώνεται. Το 1888, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ του απένειμε το χρυσό μετάλλιο του Τάγματος της Τιμής για το σύνολο της συνεισφοράς του στην τέχνη ενώ για το έργο του Η αίθουσα του παλιού Burgtheater (1888) απέσπασε το Αυτοκρατορικό Βραβείο. Παρά την αναγνώριση του έργου του, το 1893 δεν κατάφερε να διοριστεί καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, έπειτα από άρνηση του υπουργείου Πολιτισμού να επικυρώσει το διορισμό του. Περίπου το 1894, σε συνεργασία με τον Ματς, φιλοτέχνησε τους τοίχους και την οροφή της Μεγάλης Αίθουσας του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έργο που αποτέλεσε την τελευταία δημόσια παραγγελία που ανέλαβε. Οι τρεις πίνακες που ολοκλήρωσε ο Κλιμτ, Φιλοσοφία, Ιατρική και Νομική, θεωρήθηκαν από πολλούς σκανδαλώδεις, κυρίως εξαιτίας του έντονου ερωτικού στοιχείου τους, ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος κατηγορήθηκε ως «πορνογράφος», με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιηθούν στη διακόσμηση του πανεπιστημίου. Σήμερα, τα έργα αυτά μας είναι γνωστά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους και μία αντιγραφή λεπτομέρειας της Ιατρικής (Υγεία), καθώς καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Προσωπογραφία της Adele Bloch-Bauer I, 1907, Λάδι, χρυσός και άργυρος σε μουσαμά, 138 x 138 εκ., Neue Galerie, Νέα ΥόρκηΟ Κλιμτ υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Απόσχισης της Βιέννης, η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ (Hermann Bahr) στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας, αποτελούσε μία «μάχη για την πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν την άνθιση της τέχνης». Στη ζωγραφική και τις εφαρμοσμένες τέχνες, η Απόσχιση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Αρ Νουβό, ενάντια στις αρχές του ακαδημαϊσμού. Ο Κλιμτ συμμετείχε στις εκθέσεις της, ενώ έγραφε συχνά και στο περιοδικό που εξέδιδε, με τίτλο Ver Sancrum. Την ίδια περίπου περίοδο, ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες γυναικών της βιεννέζικης αστικής τάξης, που υπήρξε προστάτιδα της Απόσχισης. Οι πίνακες αυτοί παρείχαν οικονομική ανεξαρτησία στον Κλιμτ, ο οποίος φρόντισε να πληρώσει ώστε να του επιστραφούν οι πίνακες που είχε φιλοτεχνήσει για το πανεπιστήμιο της Βιέννης. Για τις ανάγκες της 14ης έκθεσης της Απόσχισης, ο Κλιμτ δημιούργησε το 1902 την τοιχογραφία Ζωφόρος του Μπετόβεν, έργο που αποτελούσε φόρο τιμής στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και βασίστηκε στην 9η Συμφωνία του. Ο Ροντέν συνεχάρη τον Κλιμτ για τη ζωφόρο, την οποία χαρακτήρισε «τραγική και θεϊκή», αν και η υποδοχή του κοινού υπήρξε αρνητική, ακόμα και μέσα στους κόλπους της Απόσχισης, από την οποία τελικά αποχώρησε το 1905.
Μεταξύ 1905 και 1909, ο Κλιμτ δούλεψε πάνω στην μεγάλη τοιχογραφία της έπαυλης Stoclet. Ο Βέλγος βιομήχανος Αδόλφος Στόκλετ παρήγγειλε στους Γιόζεφ Χόφμαν και Γκουσταφ Κλιμτ την κατασκευή και διακόσμηση της νέας του έπαυλης στη Βιέννη. Ο Κλιμτ φιλοτέχνησε μια ψηφιδωτή ζωφόρο, χωρισμένη σε 3 μέρη, από μάρμαρο με ενθέματα χρυσού, σμάλτου και ημιπολύτιμων λίθων. Καθώς οι Στόκλετ ενδιαφέρονταν για την τέχνη της Ανατολής, ο Κλιμτ δημιούργησε σχετικά μοτίβα, εμπνευσμένα από την Άπω Ανατολή και τα ψηφιδωτά της Ραβένας. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί το περίφημο Δέντρο της Ζωής. Αργότερα θα αναπτύξει το ίδιο μοτίβο και στο αριστούργημά του Το φιλί (1907-1908).
Το 1909 ταξίδεψε στο Παρίσι και ανακάλυψε το έργο των φωβιστών και του Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ενώ τον επόμενο χρόνο συμμετείχε με επιτυχία στην 9η Μπιενάλε της Βενετίας. Τον Ιανουάριο του 1918, ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον κατέστησε παράλυτο από τη δεξιά πλευρά του σώματός του. Πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 1918 από αποπληξία αφήνοντας πολλά έργα ημιτελή. Η ταφή του έγινε τέσσερις ημέρες αργότερα, στο κοιμητήριο του Hietzing.
No Response to "Gustav Klimt 150η Επέτειος Γέννησης"
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.