Πόσο βαρετή και αβάσταχτη θα ήταν η ζωή αν λέγαμε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια;
Η ζωή είναι σκληρή και αυτό είναι κάτι που το συνειδητοποιείς από πολύ νωρίς. Σε στέλνουν σχολείο, κλαις επειδή δεν είσαι ακόμη έτοιμος να αποχωριστείς τη μαμά σου, το στρουμπουλό παιδί σού τρώει το κολατσιό στο διάλειμμα και, σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, πρέπει να μάθεις να γράφεις και να διαβάζεις. Το κουλουράκι είναι το όμικρον, το κουλουράκι με τη μαγκούρα στο πλάι είναι το άλφα, με μαγκούρα προς τα κάτω είναι το ρο, με μαγκούρα προς τα πάνω το δέλτα. Για να χτυπήσει μια ωραία ημέρα το κουδούνι, να σχολάσεις και να σε προδώσει το ίδιο σου το ταλέντο στην ανάγνωση, που θα σε αναγκάσει να κοιτάξεις τον τοίχο απέναντι και να διαβάσεις τη φράση γραμμένη με μαύρο σπρέι και όχι με λευκή κιμωλία: «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ. ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΔΩΡΑ». Το είδαμε γραμμένο απέναντι από παιδικό σταθμό στο Μετς. Ξεκαρδιστικό αν είσαι ενήλικος, εφιαλτικό αν είσαι παιδί.Η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει Αγιος Βασίλης είναι στην ουσία το πρώτο
δυνατό χαστούκι της ζωής μας. Είναι πιο ηχηρό και πολύ πιο επώδυνο από εκείνο που θα σου δώσει ο πατέρας σου αν κάνεις σκανδαλιά. Η πρώτη μας αφύπνιση από την ψευδαίσθηση, η πρώτη φούσκα που σπάει με κρότο, το πρώτο ψέμα-υπερπαραγωγή (ο καλοκάγαθος παππούλης με τα άσπρα γένια που μπαίνει από την καμινάδα, και ας μην έχετε τζάκι, έχει παρκάρει το έλκηθρο από κάτω και σου φέρνει δώρα με το τσουβάλι). Από εκεί και έπειτα, τίποτε δεν είναι το ίδιο. Οι παιδοψυχολόγοι λένε ότι το παιδί περνά από δύο βασικά στάδια: αυτό της απόλυτης ειλικρίνειας («μαμά, ο μπαμπάς σε κοροϊδεύει όταν μιλάς / μαμά, έριξα τα κεφτεδάκια στη λεκάνη γιατί δεν μου άρεσαν») και, αμέσως μετά, αυτό του απόλυτου ψεύδους («όχι δεν το έκανα εγώ, το άλλο παιδάκι το έκανε»). Και όλα αυτά, προτού καλά καλά κλείσει τα πέντε.
Οσο για τους ενηλίκους, υπολογίζεται ότι κατά μέσο όρο λέμε 15-20 ψέματα την ημέρα. Μπορεί να είναι μικρά και ανώδυνα, «λευκά ψέματα» όπως λέγονται: «Δεν έχω ψιλά...» στην ταμία του σουπερμάρκετ, «θα αργήσω, κάτι μου έτυχε», σε έναν φίλο που έχεις στήσει, «μια χαρά είσαι», σε μια φίλη που έχει παχύνει, «αγάπη μου, είσαι πιο όμορφη όταν είσαι άβαφη», στην εκλεκτή, πλην όμως ανασφαλή, της καρδιάς σου. Και φυσικά υπάρχουν τα πιο σοβαρά, όταν θέλεις να καλύψεις μια απιστία, μια οικονομική απάτη, ένα μυστικό που θα κάψει πολλούς αν αποκαλυφθεί, κτλ. κτλ. Το Internet μοιάζει να μας έχει εξασκήσει πολύ στην τέχνη και στην τεχνική του ψέματος: Xιλιάδες άνθρωποι κρύβονται πίσω από ψευδώνυμα, φτιασιδωμένα προφίλ και κολακευτικές φωτογραφίες, συζητώντας online με άλλους τόσους που κάνουν ακριβώς το ίδιο. Οι γυναίκες θα πουν ψέματα για την ηλικία και το βάρος τους, οι άνδρες για το ύψος τους και για το τι ψάχνουν σε μια σχέση – το «θέλω σεξ και τίποτε άλλο» συχνά φοράει το αποκριάτικο κοστούμι του «ψάχνω το απάνεμο λιμάνι μου». «Το να φλερτάρεις ή να επικοινωνείς διαδικτυακά είναι σαν να πηγαίνεις ταξίδι στο εξωτερικό και να συστήνεσαι για πρώτη φορά σε ανθρώπους που δεν θα ξαναδείς ποτέ. Μπορείς να πεις ότι είσαι μεγαλοβιομήχανος, αστροναύτης, ή και τα δύο μαζί, και όλοι να σε πιστέψουν» εξηγεί ο ψυχολόγος Γιάννης Εγγλέζος: «Το σύνδρομο του ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ περνάει από τη μεγάλη οθόνη σε αυτή του ηλεκτρονικού υπολογιστή και από εκεί στην πραγματική ζωή».
Οίδιος θεωρεί ότι «ένας κόσμος χωρίς ψέμα θα ήταν αβάσταχτος. Και σίγουρα πολύ βαρετός. Ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν είναι φτιαγμένος για να αντέχει υπέρμετρες δόσεις αλήθειας. Το ψέμα, όταν είναι ελεγχόμενο, ακονίζει το μυαλό και την ευρηματικότητά μας και μας βοηθά να επιβιώσουμε σε μια πολύ δύσκολη καθημερινότητα». Πριν από κάποιον καιρό, ένα 27χρονο κορίτσι μπήκε στο γραφείο του με το εξής αληθινό αίτημα: «Θέλω να μάθω να λέω ψέματα». Είχε συνειδητοποιήσει ότι η ανικανότητά της να ψεύδεται της δημιουργούσε προβλήματα στη δουλειά, στις σχέσεις, στα πάντα. «Το αντιμετωπίσαμε σαν παιχνίδι. Συνειδητοποίησε ότι της ήταν πιο εύκολο να λέει ψέματα σε ανθρώπους που δεν την αφορούσαν άμεσα και ήξερε ότι δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά στη ζωή της. Ετσι άρχισε να λέει ψέματα σε οδηγούς ταξί, φτιάχνοντας κάθε φορά μια διαφορετική περσόνα. Ακούγεται περίεργο, αλλά αυτό τη βοήθησε να ξεκλειδώσει ένα κομμάτι του εαυτού της που είχε ατροφήσει».
Υπάρχει, βέβαια, και το αντίθετο άκρο, αυτό της μυθομανίας. Τα σκήπτρα αυτής της μυστηριώδους πάθησης κρατούν οι γυναίκες, καθώς η φύση τις έχει προικίσει με καλύτερη μνήμη και μεγαλύτερη ευρηματικότητα. Συναντήσαμε την Ελένη σε ένα διάλειμμα από την ομαδική ψυχοθεραπεία της. Από μικρή έλεγε ψέματα. Οτι οι γονείς της είναι πλούσιοι, ότι μένει σε βίλα και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Μόνο που, μεγαλώνοντας, τα πράγματα σοβάρεψαν: «Κατάλαβα ότι είχα τεράστιο ταλέντο στο να κάνω τους άλλους να πιστέψουν οτιδήποτε τους έλεγα. Αυτό με τα χρόνια μού δημιούργησε ένα είδος εξάρτησης, σαν ναρκωτικό. Ηξερα πως, ό,τι και αν έκανα, ένα φρικτό ψέμα, το οποίο θα υποστήριζα με τον καλύτερο τρόπο, θα με γλίτωνε από οτιδήποτε. Κάποτε είχα πει σε έναν πρώην μου που είχε μυριστεί ότι τον απατούσα ότι δεν είχα πάει ταξίδι με άλλον, αλλά ότι ήθελα να ηρεμήσω επειδή συνάντησα έπειτα από χρόνια τον πατέρα μου, ο οποίος με κακοποιούσε σεξουαλικά. Κάτι αντίστοιχο έκανα και με τους συναδέλφους μου. Τους έλεγα ότι ετοιμαζόμουν να παντρευτώ, περιέγραφα με κάθε λεπτομέρεια το νυφικό και όλα τα συναφή, προκειμένου να πάρω άδεια από το γραφείο. Αν έπειτα από καιρό χώριζα με τον φίλο μου, θα έστελνα συντετριμμένη ένα μήνυμα ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο. Από ένα σημείο και μετά, τους είχα σκοτώσει όλους. Είχα αρχίσει με τους παππούδες και έφτασα σε μητροκτονία και πατροκτονία. Κάθε φορά που δεν είχα διάθεση να δουλέψω, κάτι τραγικό θα μου συνέβαινε. Το μυστικό είναι ένα: όσο πιο απίστευτο είναι το ψέμα, τόσο πιο πιστευτό γίνεται». Εχοντας αρχίσει να τρομάζει με τη δύναμη που της δίνουν τα τερατώδη ψέματα, απευθύνθηκε σε ψυχίατρο. Εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι δεν είναι τρελή, καθώς κάθε φορά που έλεγε ψέματα είχε επίγνωση του τι έκανε, όπως ένας ηθοποιός, που όσο καλά και αν υποδύεται τον Αμλετ, ξέρει ανά πάσα στιγμή ότι δεν είναι ο Αμλετ. Επειδή, όμως, όσο αβάσταχτο είναι να ζεις μόνο με αλήθειες, άλλο τόσο αβάσταχτο είναι να ζεις μόνο με ψέματα, η θεραπεία της συνεχίζεται.
Στην εποχή μας, το μεγαλύτερο ψέμα-σλόγκαν ειπώθηκε από τον τέως πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου: «Λεφτά υπάρχουν». Συνειδητοποιώντας λίγο αργότερα ότι, όπως δεν υπάρχει Αγιος Βασίλης, δεν υπάρχουν ούτε λεφτά, καλούμαστε ως Ελληνες να βγούμε από τη συλλογική πλάνη. Ο Γιάννης Βούρος, βουλευτής του ΠαΣοΚ αλλά και ηθοποιός, συχνά έρχεται αντιμέτωπος με την κλισέ ερώτηση: «Αληθεύει ότι όποιος υποκρίνεται καλά στο σανίδι υποκρίνεται ακόμη καλύτερα στα έδρανα της Βουλής;». Ο ίδιος γνωρίζει πλέον καλά ότι «το ψέμα, στην ασφάλεια του κοινοβουλευτισμού, λειτουργεί σαν παραβάν πίσω από το οποίο γιγαντώνονται οι αμαρτίες του πολιτικού συστήματος και αυτές οι αμαρτίες μαρτυρούν ότι ο πολιτικός δεν ενδιαφέρεται να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο, αλλά τις προσωπικές φιλοδοξίες του». Και ποιον από τους δύο, άραγε, ξεγελάς πιο εύκολα; Το θεατρικό κοινό ή το εκλογικό σώμα; «Και στις δύο περιπτώσεις λειτουργεί η ψευδαίσθηση. Μπαίνεις σε μια παράσταση προετοιμασμένος να κλάψεις για τον θάνατο του ήρωα, ξέροντας ότι στο τέλος θα σηκωθεί και θα τον χειροκροτήσεις. Οι ψηφοφόροι είναι εξίσου επιρρεπείς γιατί θέλουν να πιστέψουν, θέλουν να μη διαψευστούν στην επιλογή που έχουν κάνει, αλλά είναι και οι μόνοι που μπορούν να αναγνωρίσουν το λάθος που έκαναν στο παρελθόν και να βάλουν τον σταυρό προτίμησής τους κάπου αλλού». Ξέρει ότι το ψέμα είναι ταλέντο, αλλά «δεν είναι αποκλειστικό ταλέντο των πολιτικών: άπειροι επιχειρηματίες, και όχι μόνο, γίνονται πωλητές άυλων ιδεών». Οσο για το μεγαλύτερο ψέμα στο οποίο πίστεψε η γενιά του: «Το ρήμα “πλουτίζω” είχε αντικαταστήσει τα ρήματα “δημιουργώ”, “ρισκάρω”. Είναι ωραίο να κυνηγάς ανεμόμυλους και να πιστεύεις σε φρούδες ελπίδες. Τη χρυσή εποχή της τηλεόρασης είχα φτάσει να παίρνω 5.000 ευρώ το επεισόδιο. Κανείς από εμάς δεν αναρωτήθηκε τότε από πού έρχονταν όλα αυτά τα λεφτά. Τώρα που το πάρτι τελείωσε, ακόμη και αν πολλοί δεν ήταν καν προσκεκλημένοι, πρέπει να μείνουν για να μαζέψουν τις τσαλαπατημένες σερπαντίνες και τα κομφετί».
Ηθικοί αυτουργοί πολλών φωτογενών ψεμάτων είναι, όμως, και οι διαφημιστές. Ο Πέτρος Βουνισέας, creative director στην BBDO Athens, έχει πολλά να πει: «Η αλήθεια της διαφήμισης είναι όπως το ρουζ στα μάγουλά σου. Οπως το φαρδύ πουκάμισο που καλύπτει διακριτικά τη μεγαλύτερη ανασφάλειά σου. Η διαφήμιση δεν λέει ψέματα. Απλώς λέει την αλήθεια με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί. Ακολουθεί την αρχή του φλερτ. Σου λέει μια προϊοντική αλήθεια το βράδυ (μεγάλο, καλοβαμμένο χαμόγελο με αδιάβροχο κραγιόν, σπιρτόζικα γαλάζια μάτια με μάσκαρα που διπλασιάζει τον όγκο των βλεφαρίδων) και σε αφήνει να ανακαλύψεις το πρωί αν αυτά τα χείλη τελικά ταιριάζουν με τα δικά σου και αν αυτά τα μάτια δεν χρειάζονται τις ακτίνες των βλεφάρων τους για να λάμψουν. Είμαστε όντα πολύπλοκα, αλλά με μια ιδιαίτερα απλή λειτουργία που εκμεταλλεύεται η διαφήμιση: το συναίσθημα που κρύβεται κάτω από τόνους δανεικών ή ψεύτικων ιδανικών και ενεργοποιείται με μια εικόνα, μια μυρωδιά, ένα χρώμα. Η ομορφιά είναι μεγάλη υπόθεση. Είτε πρόκειται για αισθητική είτε για καλοακονισμένα λόγια που λαξεύουν τη φαντασία μας, η ομορφιά που έχει εντυπωθεί μέσα μας είναι ο κινητήριος μοχλός μας. Μια συσκευασία που δεν είναι αδιάφορη είναι μια συσκευασία που τολμά. Και η τόλμη μάς αρέσει. Ο καθένας από εμάς, όμως, εκφράζει την παρόρμηση με διαφορετικό τρόπο. Γιατί το μεγαλύτερο ψέμα είναι ότι υπάρχει μια αλήθεια για όλους. Και η μεγαλύτερη αλήθεια είναι εν τέλει αυτό που πιστεύουμε τούτη εδώ τη στιγμή που διαβάζουμε τα λόγια ενός “κίβδηλου” διαφημιστή».
Οι ψαράδες επέστρεφαν και επιστρέφουν σπίτι χωρίς ψάρια, αλλά με ιστορίες που θα ζήλευε ακόμη και ο μεγαλύτερος παραμυθάς. Ζητάς από κάποιον να σου ανοιχτεί με το να παραδεχτεί ένα ελάττωμα που θα ρίξει φως στην περιφρουρημένη εικόνα του και εκείνος σου απαντάει: «Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα είναι ότι είμαι ειλικρινής». Κάποιοι άλλοι έχουν για τα καλά μπερδέψει την ειλικρίνεια με τον κυνισμό και την ωμότητα, πολιορκώντας σε με «αλήθειες» που μόνο να σε πληγώσουν μπορούν. Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς ψέματα, που από το πρωί ως το άλλο πρωί θα τα λέγαμε και θα τα εννοούσαμε όλα. Τα παιδιά θα μεγάλωναν χωρίς τη γλυκιά ψευδαίσθηση του Αγιου Βασίλη. Κάθε οικογενειακή συγκέντρωση θα μετατρεπόταν σε πολεμική σύρραξη. Οι ερωτικές σχέσεις θα ήταν ακόμη πιο δύσκολες. Δεν θα υπήρχε φλερτ. Στο Facebook θα είχαμε τρεις φίλους το πολύ. Δεν θα υπήρχαν διαφημίσεις. Δεν θα υπήρχε το «θα σ’ αγαπώ για πάντα» το «αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις», το «χάρηκα για τη γνωριμία» και άλλες τόσες φτιασιδωμένες φρασούλες, που, αν και ξέρεις πόσο ψεύτικες είναι, ακόμη και τη στιγμή που τις ξεστομίζεις, νιώθεις σαν τον ηθοποιό που ξέρει τον ρόλο του απέξω κι ανακατωτά. Κανείς δεν θα ήθελε να μπει στη Νομική και να γίνει δικηγόρος. Η γυναικεία φιλία θα ήταν εξίσου ανύπαρκτη με τον Αγιο Βασίλη. Καμία θρησκεία δεν θα φάνταζε γοητευτική στους επίδοξους πιστούς της. Οι πολιτικοί θα μας έλεγαν κατάμουτρα «λεφτά δεν υπάρχουν» και εμείς δεν θα ξέραμε πώς να εκτονωθούμε. Τελικά, η Πρωταπριλιά είναι για τους μεγάλους ό,τι η Πρωτοχρονιά για τους μικρούς: Μαζευόμαστε όλοι κάπου περιμένοντας τον ψεύτη για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο ψεύτης είναι ένας από εμάς. Ενας Αγιος Βασίλης που φοράει ανοιξιάτικα και κρύβει δράκους στο σακί του.
* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino την 1 Απριλίου 2012
No Response to "Η αξία του ψέματος"
Δημοσίευση σχολίου