Χείμαρος η Ελενα Ακρίτα καλεσμένη στο Μega ,μίλησε για όλους και για όλα με το δικό της καυστικό και χιουμοριστικό παράλληλα τρόπο, καθώς και για το καινούριο της βιβλίο μετα απο πολύ καιρό.!!
Στα χρόνια του κενού εθίζεσαι στη σαχλαμάρα, στο ανόητο, το ρηχό, το επιδερμικό... στο «τίποτα» που μεταμφιέζεται σε «κάτι»... στο ασήμαντο που μεταμφιέζεται σε σημαντικό...
Όλο αυτό το μπαράζ της φτιασιδωμένης ηλιθιότητας ναρκώνει τον εγκέφαλο, νεκρώνει τα
αντανακλαστικά, χαμηλώνει τον πήχυ αντοχών και ανοχών! Τα μέτρα σύγκρισης, αργά αλλά σταθερά, σβήνουν απ’ τη μνήμη σου...
Στα χρόνια του κενού βουλιάζεις τόσο αργά, που δεν το συνειδητοποιείς καν! Κάποτε άκουγες το Άξιον Εστί, τώρα στο ραδιόφωνο ακούς τους στυγνούς δολοφόνους του πενταγράμμου (που, απ’ τις επτά νότες, ζήτημα αν χρησιμοποιούν τις δυο τρεις κι αυτές φάλτσα)... Κάποτε βυθιζόσουνα στο φως και το έρεβος του Ντοστογιέφσκι ή του Καβάφη, τώρα βολεύεσαι με το βιβλίο τσέπης κάτω απ’ την ομπρέλα της πλαζ... Κάποτε οι αξίες, τώρα οι απαξίες...
Έτσι άλλαξε η ζωή μας... Έτσι μετατράπηκε από βιβλιοπωλείο με σπάνιες εκδόσεις σε περίπτερο με βιβλία τσέπης... Έτσι άλλαξε η ζωή μας κι έγινε «η ζωή των άλλων»... Ποιος παντρεύτηκε, ποια έκανε μπότοξ, ποιος χώρισε, με ποιαν κοιμήθηκε και με ποιαν ξύπνησε!
Εκπομπές «κοινωνικού σχολιασμού», περιοδικά για ανθυποδιάσημους, παπαράτσι που κυνηγάνε την κάθε χαρά της σιλικόνης για να τη φωτογραφίσουν με το άμοιρο το παιδάκι της! Αντικαταστήσαμε τα ντολμαδάκια της γιαγιάς με την πίτσα ντελίβερι. Άνοστη σαν κόλλα αναφοράς... που δεν την τρώμε, την καταπίνουμε απλώς – αμάσητη, όπως καταπίνουμε πια τα πάντα...
Κι έτσι όπως αποχαυνωμένος μετράς τους λεπτοδείκτες του ασήμαντου, έρχεται κάτι να ταράξει τους εν υπνώσει αισθητήρες σου, μια λέξη, μια φράση, ένα βλέμμα, μια μνήμη, ένα e-mail...
Γιατί με την καλύτερή μου φίλη, τη Ρένα Θεολογίδου, κάποτε επικοινωνούσαμε με το βλέμμα, τώρα επικοινωνούμε με e-mails... Μου γράφει σκόρπιες σκέψεις, ψήγματα αναπόλησης με το δικό της, το μοναδικό τρόπο γραφής. Χωρίς εμφανές έναυσμα, ό,τι της έρχεται, όπως και όποτε της έρχεται, το μοιράζεται μαζί μου. Κι εγώ μαζί σας, έτσι, για να θυμόμαστε τι σημαίνει «σπουδαία πένα»:
Ήταν μια εποχή που η Μύκονος ήταν κάτι σαν τον Άγιο Δομίνικο, που το ρετιρέ στο Κολωνάκι ήταν ένα όνειρο στη σφαίρα του μύθου. Ήταν μια εποχή που η αντιπαροχή ήταν η μόνη διέξοδος από την πραγματικότητα του προπολεμικού πατρικού ισογείου. Κι αν δεν υπήρχε ούτε κι αυτό το ισόγειο, η φυγή προς το αδύνατο μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο για ένα δίωρο στη σκοτεινή αίθουσα μιας χολιγουντιανής εκδοχής της ζωής. Ήταν η διέξοδος που σου έδινε ένα εισιτήριο του ταλίρου. Εκείνο το ελευθέρας να ταυτιστείς με τη μαγεία της Ρίτας Χέιγουορθ.
Τους υπότιτλους της Τζίλντα έβαλε στο Κολωνάκι και στη Μύκονο ένας: ο Γιάννης Μαρής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 πήρε την Ελληνίδα νοικοκυρά από το χέρι και στα πρώτα ελληνικά βιβλία τσέπης, αγορασμένα από το περίπτερο έξι δραχμές, σε υπερπολυτελή για την εποχή έκδοση, την έβαλε σε κότερα, της γνώρισε μυστηριώδεις καλλονές και γοητευτικούς δημοσιογράφους που τις φλέρταραν μ’ ένα ποτήρι στο χέρι. Δεν τις φλέρταραν μόνο, άφηναν για μια στιγμή το ουίσκι στο τραπεζάκι του σαλονιού, στρέφονταν προς την αναγνώστρια και της εμπιστεύονταν τις σκέψεις τους για το τέλειο σώμα της, καθώς η καλλονή άφηνε τη μεταξωτή της ρόμπα να πέσει στο πάτωμα του μισοφωτισμένου δωματίου. Γιατί οι καλλονές του Μαρή ήταν πάντα δυο πράγματα: καλλονές και εύκολες. Καλλονές μ’ εκείνα τα υπέροχα χαρακτηριστικά που κάθε συγγραφέας ανέξοδα χαρίζει στις ηρωίδες του και εύκολες σε μια εποχή που υπήρχε ακόμα ο όρος «προγαμιαίες σχέσεις». Και οι νύχτες ήταν πάντα υγρές. Κι εκείνες έβγαιναν στο μπαλκόνι καπνίζοντας σχεδόν πάντα με μια μακριά πίπα κοκκάλινη. Κάπου μακριά ακουγόταν μια τζαζ, αλλά εκείνες ήταν απορροφημένες από κάτι που τις απασχολούσε τυραννικά. Κοσμοπολίτισσες, πάντα με κάποιο κρυμμένο μυστικό. Και ήταν αυτό ένα στοιχείο που παρέλυε την αναγνώστρια, την αναγνώστρια που, αντί να μένει στην Πλας Βαντόμ, έμενε στη Σκουφά, στη Φωκίωνος Νέγρη, στο Αιγάλεω ή στο Παγκράτι. Αυτή ήταν και η συνταγή της επιτυχίας του Μαρή, που άφησε εποχή.
Αυτή είναι η φίλη μου... αυτή είναι η Ρένα μου... και την ευχαριστώ που στα χρόνια του κενού ανθίσταται και με ξυπνάει απ’ το λήθαργο! Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις, Ρενάκι!
Χαρωπά...
«ΒΑΛΤΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ θετική ενέργεια!» είπε στην τηλεόραση το τσόκαρο με τις ανταύγειες στο μαλλί. Το είπε κι είχες την αίσθηση ότι –πριν το ξεστομίσει– είχε κολλήσει την τσιχλόφουσκα στο χερούλι της καρέκλας. H ανθυποειδικός, η ανθυποειδήμων, που σπούδασε νευροψυχιατροψυχολογοψυχανάλυση σε σχολή Χαλάουας!
«Βάλτε στη ζωή σας θετική ενέργεια! Η θετική ενέργεια βοηθάει να διώξουμε όλα τα προβλήματα που μας απασχολούν»...
Ok, μέσα! Να τη βάλω τη θετική ενέργεια στη ζωή μου. Πού τη βρίσκω όμως; Πού την προμηθεύομαι; Πώς την παραγγέλνω και πώς την παραλαμβάνω; Με κούριερ, με χρέωση πιστωτικής κάρτας, με τηλε-αγορά, μέσω διαδικτύου; Πού την πουλάνε, τη ρημάδα, τέλος πάντων;
Εντάξει, δεν γκρινιάζω και δεν μιζεριάζω. Ποια είμαι εγώ που θα πάω κόντρα σε τόση τσιχλόφουσκα; Ok, θα βάλω θετική ενέργεια. Βλακωδώς, χαζοχαρούμενα, μες στην τρελή χαρά. Ok. Με το ένα, με το δύο, με το τρία. Πάμε, παιδάκια, όλα μαζί! Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ, χα, χα. Μια και είμαι γω παιδί, ξέρω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ.
Όπα, πάει η ανεργία, εξανεμίστηκε! Όλοι όσοι ψάχνανε μια δουλίτσα, τώρα τους τις προσφέρουνε δέκα δέκα. Σπάνε τα τηλέφωνά τους. Εταιρείες, επιχειρήσεις, δημόσια, ιδιωτικά, ουρές κάνουν έξω από το δυάρι το υπόγειο του εργαζόμενου! Σφάζονται στην ποδιά της κοπελίτσας, που το βιογραφικό έχει λειώσει στα χέρια της – και τι μισθοί, μισθάρες! Και να τα επιδόματα, να οι υπερωρίες, να τα εξτρά, τα πριμ, οι άδειες!
Χαρωπά θε να γελάσω δυνατά, χα, χα! Τι συντάξεις είναι αυτές, κορίτσια, τι πακτωλοί χρημάτων! Κροίσοι οι συνταξιούχοι, κολοσσοί, μεγαλοπαράγοντες! Αφού είδα δυο στο καφενείο• ο ένας έλεγε ότι τη σύνταξη του Μαΐου θα τη ρευστοποιήσει για ν’ αγοράσει ένα στόλο τάνκερ. Ο άλλος πάλι έγερνε προς την αγορά μεγάλης ξενοδοχειακής αλυσίδας.
Χαρωπά τα δυο μου γόνατα χτυπώ, χα, χα! Κρατικό νοσοκομείο είναι αυτό ή το ανάκτορο του Μπάκιγχαμ; Σουίτες για κάθε ασφαλισμένο, DVD, τζακούζι και η Σκλεναρίκοβα νυχτερινή αποκλειστική; Άσε που το βλέπω άδειο! Τι έγινε, παιδιά; Γίνανε όλοι καλά, όλοι περδίκια; Είδες η θετική ενέργεια; Θεραπεύει πάσαν νόσον! (Να θεράπευε και πάσαν μαλακίαν!)
Χαρωπά τα δυο μου πόδια τα χτυπώ, χα, χα! Με ξεκουφάνανε τα παιδιά που παίζουν στην αλάνα. Μιλάμε για πολλά παιδιά και για πολλές αλάνες. Κυνηγητό, κρυφτό, κλέφτες κι αστυνόμοι, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα! Φτου ξελευτερία! Μπράβο, κοπέλα μου, πού ήσουνα, τόσα χρόνια, στη ζωή μου!
Χαρωπά τα παλαμάκια μου χτυπώ, χα, χα! Ποιος κρετίνος μίλησε για μοναξιά στις μεγαλουπόλεις; Εδώ μια φορά έβηξα κι έσπευσε όλη η πολυκατοικία. Ένας με τα αντιβηχικά, άλλος με τα φλισκούνια, ο τρίτος με τις εντριβές και το ρετιρέ με τις βεντούζες. Κι αφού με περιέθαλψαν εμένα, άκουσαν κάποιον να φυσάει τη μύτη του στον τέταρτο κι έτρεξαν όλοι συμπούρδουκλοι να παν να τον συνδράμουν!
Κατάλαβες, αγάπη μου; Τα προβλήματα δεν είναι αντικειμενικά, υποκειμενικά είναι, στο μυαλό μας, στο κεφάλι μας! Ανεργία, οικονομία, παραοικονομία, παιδεία, μοναξιά, κοινωνικός αποκλεισμός – όλα αποκυήματα της φαντασίας μας! Τους χορηγείς, σε ενέσιμη μορφή, μια θετική ενέργεια κι εξατμίζονται όλα, τα πάντα! H ζωή γίνεται υπέροχη, ροζ με κόκκινες πεταλουδίτσες στο στρίφωμα! Ροζ σαν την τσιχλόφουσκα μιας διπλωματούχου ανταυγειούχου!
Αυτά βλέπω, αυτά ακούω! Γι’ αυτό χαρωπά το κεφαλάκι μου χτυπώ! Χαρωπά πάνω στον τοίχο το κοπανώ!
Χα, χα!
Στα χρόνια του κενού εθίζεσαι στη σαχλαμάρα, στο ανόητο, το ρηχό, το επιδερμικό... στο «τίποτα» που μεταμφιέζεται σε «κάτι»... στο ασήμαντο που μεταμφιέζεται σε σημαντικό...
Όλο αυτό το μπαράζ της φτιασιδωμένης ηλιθιότητας ναρκώνει τον εγκέφαλο, νεκρώνει τα
αντανακλαστικά, χαμηλώνει τον πήχυ αντοχών και ανοχών! Τα μέτρα σύγκρισης, αργά αλλά σταθερά, σβήνουν απ’ τη μνήμη σου...
Στα χρόνια του κενού βουλιάζεις τόσο αργά, που δεν το συνειδητοποιείς καν! Κάποτε άκουγες το Άξιον Εστί, τώρα στο ραδιόφωνο ακούς τους στυγνούς δολοφόνους του πενταγράμμου (που, απ’ τις επτά νότες, ζήτημα αν χρησιμοποιούν τις δυο τρεις κι αυτές φάλτσα)... Κάποτε βυθιζόσουνα στο φως και το έρεβος του Ντοστογιέφσκι ή του Καβάφη, τώρα βολεύεσαι με το βιβλίο τσέπης κάτω απ’ την ομπρέλα της πλαζ... Κάποτε οι αξίες, τώρα οι απαξίες...
Έτσι άλλαξε η ζωή μας... Έτσι μετατράπηκε από βιβλιοπωλείο με σπάνιες εκδόσεις σε περίπτερο με βιβλία τσέπης... Έτσι άλλαξε η ζωή μας κι έγινε «η ζωή των άλλων»... Ποιος παντρεύτηκε, ποια έκανε μπότοξ, ποιος χώρισε, με ποιαν κοιμήθηκε και με ποιαν ξύπνησε!
Εκπομπές «κοινωνικού σχολιασμού», περιοδικά για ανθυποδιάσημους, παπαράτσι που κυνηγάνε την κάθε χαρά της σιλικόνης για να τη φωτογραφίσουν με το άμοιρο το παιδάκι της! Αντικαταστήσαμε τα ντολμαδάκια της γιαγιάς με την πίτσα ντελίβερι. Άνοστη σαν κόλλα αναφοράς... που δεν την τρώμε, την καταπίνουμε απλώς – αμάσητη, όπως καταπίνουμε πια τα πάντα...
Κι έτσι όπως αποχαυνωμένος μετράς τους λεπτοδείκτες του ασήμαντου, έρχεται κάτι να ταράξει τους εν υπνώσει αισθητήρες σου, μια λέξη, μια φράση, ένα βλέμμα, μια μνήμη, ένα e-mail...
Γιατί με την καλύτερή μου φίλη, τη Ρένα Θεολογίδου, κάποτε επικοινωνούσαμε με το βλέμμα, τώρα επικοινωνούμε με e-mails... Μου γράφει σκόρπιες σκέψεις, ψήγματα αναπόλησης με το δικό της, το μοναδικό τρόπο γραφής. Χωρίς εμφανές έναυσμα, ό,τι της έρχεται, όπως και όποτε της έρχεται, το μοιράζεται μαζί μου. Κι εγώ μαζί σας, έτσι, για να θυμόμαστε τι σημαίνει «σπουδαία πένα»:
Ήταν μια εποχή που η Μύκονος ήταν κάτι σαν τον Άγιο Δομίνικο, που το ρετιρέ στο Κολωνάκι ήταν ένα όνειρο στη σφαίρα του μύθου. Ήταν μια εποχή που η αντιπαροχή ήταν η μόνη διέξοδος από την πραγματικότητα του προπολεμικού πατρικού ισογείου. Κι αν δεν υπήρχε ούτε κι αυτό το ισόγειο, η φυγή προς το αδύνατο μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο για ένα δίωρο στη σκοτεινή αίθουσα μιας χολιγουντιανής εκδοχής της ζωής. Ήταν η διέξοδος που σου έδινε ένα εισιτήριο του ταλίρου. Εκείνο το ελευθέρας να ταυτιστείς με τη μαγεία της Ρίτας Χέιγουορθ.
Τους υπότιτλους της Τζίλντα έβαλε στο Κολωνάκι και στη Μύκονο ένας: ο Γιάννης Μαρής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 πήρε την Ελληνίδα νοικοκυρά από το χέρι και στα πρώτα ελληνικά βιβλία τσέπης, αγορασμένα από το περίπτερο έξι δραχμές, σε υπερπολυτελή για την εποχή έκδοση, την έβαλε σε κότερα, της γνώρισε μυστηριώδεις καλλονές και γοητευτικούς δημοσιογράφους που τις φλέρταραν μ’ ένα ποτήρι στο χέρι. Δεν τις φλέρταραν μόνο, άφηναν για μια στιγμή το ουίσκι στο τραπεζάκι του σαλονιού, στρέφονταν προς την αναγνώστρια και της εμπιστεύονταν τις σκέψεις τους για το τέλειο σώμα της, καθώς η καλλονή άφηνε τη μεταξωτή της ρόμπα να πέσει στο πάτωμα του μισοφωτισμένου δωματίου. Γιατί οι καλλονές του Μαρή ήταν πάντα δυο πράγματα: καλλονές και εύκολες. Καλλονές μ’ εκείνα τα υπέροχα χαρακτηριστικά που κάθε συγγραφέας ανέξοδα χαρίζει στις ηρωίδες του και εύκολες σε μια εποχή που υπήρχε ακόμα ο όρος «προγαμιαίες σχέσεις». Και οι νύχτες ήταν πάντα υγρές. Κι εκείνες έβγαιναν στο μπαλκόνι καπνίζοντας σχεδόν πάντα με μια μακριά πίπα κοκκάλινη. Κάπου μακριά ακουγόταν μια τζαζ, αλλά εκείνες ήταν απορροφημένες από κάτι που τις απασχολούσε τυραννικά. Κοσμοπολίτισσες, πάντα με κάποιο κρυμμένο μυστικό. Και ήταν αυτό ένα στοιχείο που παρέλυε την αναγνώστρια, την αναγνώστρια που, αντί να μένει στην Πλας Βαντόμ, έμενε στη Σκουφά, στη Φωκίωνος Νέγρη, στο Αιγάλεω ή στο Παγκράτι. Αυτή ήταν και η συνταγή της επιτυχίας του Μαρή, που άφησε εποχή.
Αυτή είναι η φίλη μου... αυτή είναι η Ρένα μου... και την ευχαριστώ που στα χρόνια του κενού ανθίσταται και με ξυπνάει απ’ το λήθαργο! Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις, Ρενάκι!
Χαρωπά...
«ΒΑΛΤΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ θετική ενέργεια!» είπε στην τηλεόραση το τσόκαρο με τις ανταύγειες στο μαλλί. Το είπε κι είχες την αίσθηση ότι –πριν το ξεστομίσει– είχε κολλήσει την τσιχλόφουσκα στο χερούλι της καρέκλας. H ανθυποειδικός, η ανθυποειδήμων, που σπούδασε νευροψυχιατροψυχολογοψυχανάλυση σε σχολή Χαλάουας!
«Βάλτε στη ζωή σας θετική ενέργεια! Η θετική ενέργεια βοηθάει να διώξουμε όλα τα προβλήματα που μας απασχολούν»...
Ok, μέσα! Να τη βάλω τη θετική ενέργεια στη ζωή μου. Πού τη βρίσκω όμως; Πού την προμηθεύομαι; Πώς την παραγγέλνω και πώς την παραλαμβάνω; Με κούριερ, με χρέωση πιστωτικής κάρτας, με τηλε-αγορά, μέσω διαδικτύου; Πού την πουλάνε, τη ρημάδα, τέλος πάντων;
Εντάξει, δεν γκρινιάζω και δεν μιζεριάζω. Ποια είμαι εγώ που θα πάω κόντρα σε τόση τσιχλόφουσκα; Ok, θα βάλω θετική ενέργεια. Βλακωδώς, χαζοχαρούμενα, μες στην τρελή χαρά. Ok. Με το ένα, με το δύο, με το τρία. Πάμε, παιδάκια, όλα μαζί! Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ, χα, χα. Μια και είμαι γω παιδί, ξέρω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ.
Όπα, πάει η ανεργία, εξανεμίστηκε! Όλοι όσοι ψάχνανε μια δουλίτσα, τώρα τους τις προσφέρουνε δέκα δέκα. Σπάνε τα τηλέφωνά τους. Εταιρείες, επιχειρήσεις, δημόσια, ιδιωτικά, ουρές κάνουν έξω από το δυάρι το υπόγειο του εργαζόμενου! Σφάζονται στην ποδιά της κοπελίτσας, που το βιογραφικό έχει λειώσει στα χέρια της – και τι μισθοί, μισθάρες! Και να τα επιδόματα, να οι υπερωρίες, να τα εξτρά, τα πριμ, οι άδειες!
Χαρωπά θε να γελάσω δυνατά, χα, χα! Τι συντάξεις είναι αυτές, κορίτσια, τι πακτωλοί χρημάτων! Κροίσοι οι συνταξιούχοι, κολοσσοί, μεγαλοπαράγοντες! Αφού είδα δυο στο καφενείο• ο ένας έλεγε ότι τη σύνταξη του Μαΐου θα τη ρευστοποιήσει για ν’ αγοράσει ένα στόλο τάνκερ. Ο άλλος πάλι έγερνε προς την αγορά μεγάλης ξενοδοχειακής αλυσίδας.
Χαρωπά τα δυο μου γόνατα χτυπώ, χα, χα! Κρατικό νοσοκομείο είναι αυτό ή το ανάκτορο του Μπάκιγχαμ; Σουίτες για κάθε ασφαλισμένο, DVD, τζακούζι και η Σκλεναρίκοβα νυχτερινή αποκλειστική; Άσε που το βλέπω άδειο! Τι έγινε, παιδιά; Γίνανε όλοι καλά, όλοι περδίκια; Είδες η θετική ενέργεια; Θεραπεύει πάσαν νόσον! (Να θεράπευε και πάσαν μαλακίαν!)
Χαρωπά τα δυο μου πόδια τα χτυπώ, χα, χα! Με ξεκουφάνανε τα παιδιά που παίζουν στην αλάνα. Μιλάμε για πολλά παιδιά και για πολλές αλάνες. Κυνηγητό, κρυφτό, κλέφτες κι αστυνόμοι, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα! Φτου ξελευτερία! Μπράβο, κοπέλα μου, πού ήσουνα, τόσα χρόνια, στη ζωή μου!
Χαρωπά τα παλαμάκια μου χτυπώ, χα, χα! Ποιος κρετίνος μίλησε για μοναξιά στις μεγαλουπόλεις; Εδώ μια φορά έβηξα κι έσπευσε όλη η πολυκατοικία. Ένας με τα αντιβηχικά, άλλος με τα φλισκούνια, ο τρίτος με τις εντριβές και το ρετιρέ με τις βεντούζες. Κι αφού με περιέθαλψαν εμένα, άκουσαν κάποιον να φυσάει τη μύτη του στον τέταρτο κι έτρεξαν όλοι συμπούρδουκλοι να παν να τον συνδράμουν!
Κατάλαβες, αγάπη μου; Τα προβλήματα δεν είναι αντικειμενικά, υποκειμενικά είναι, στο μυαλό μας, στο κεφάλι μας! Ανεργία, οικονομία, παραοικονομία, παιδεία, μοναξιά, κοινωνικός αποκλεισμός – όλα αποκυήματα της φαντασίας μας! Τους χορηγείς, σε ενέσιμη μορφή, μια θετική ενέργεια κι εξατμίζονται όλα, τα πάντα! H ζωή γίνεται υπέροχη, ροζ με κόκκινες πεταλουδίτσες στο στρίφωμα! Ροζ σαν την τσιχλόφουσκα μιας διπλωματούχου ανταυγειούχου!
Αυτά βλέπω, αυτά ακούω! Γι’ αυτό χαρωπά το κεφαλάκι μου χτυπώ! Χαρωπά πάνω στον τοίχο το κοπανώ!
Χα, χα!
No Response to "..".Xτυποκάρδια στο Κρανίο".."
Δημοσίευση σχολίου