Καρτ ποστάλ από τη Σμύρνη
Συνέχισε λοιπόν ο Γιάννης να διηγείται:
«Τούτος ο μυστήριος Τούρκος, o Μισίρ, από το φορτηγό Dolunay, όπως λένε την Πανσέληνο στη γλώσσα τους, μου φαινόταν καλά πληροφορημένος.
Πρώτα με την «Τζουμχουριέτ», ύστερα με τη «Μιλιέτ» (Milliyet), τις μεγάλες
εφημερίδες της χώρας του με τροφοδοτούσε με ενημέρωση που στα ελληνικά ήταν απρόσιτη αφού εφημερίδα βλέπαμε στο σπίτι μόνο όταν ο μπακάλης τύλιγε την καπνιστή αυγωμένη ρέγκα, που θα συνόδευε το λιτό μεσημεριανό όλης της οικογένειας, μέσα σε κανένα απόκομμα της εφημερίδας «Μακεδονία» που κυκλοφορούσε από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων.
Με ενδιαφέρον διάβασα, λοιπόν εκεί τις φιλοβενιζελικές θέσεις του τουρκικού τύπου για την χρεοκοπία της χώρας μας το 1932. Σε πρωτοσέλιδα άρθρα και οι δύο εφημερίδες αναφέρονταν στην παραίτηση του Βενιζέλου, κρίνοντας με επαινετικά λόγια την τετραετή θητεία του.
Παραδέχονταν πως ανέπτυξε αξιοσημείωτη δραστηριότητα και πως αποκατέστησε σχέσεις ειλικρινούς φιλίας με το τουρκικό κράτος.
Απέδιδαν την πτώση της κυβέρνησής του όχι σε πολιτικά αίτια αλλά στην παγκόσμια κρίση που έπληξε και την Ελλάδα εξαιτίας της αδιαλλαξίας των πιστωτών της.
Κατέτασσαν την Ελλάδα στα εμπορικά έθνη εξηγώντας έτσι την κατάρρευσή της, δεδομένου ότι η κρίση έπληξε τις εμπορικές και παραγωγικές χώρες. Η κρίση, επομένως, στέρεψε τις πηγές αυτές και στην Ελλάδα.
Καθόσον οι εισαγωγές της υπερέβαιναν και τότε τις εξαγωγές της η χώρα κλονίστηκε περισσότερο.
Οι Τούρκοι έβλεπαν πως τη λύση των προβλημάτων μπορούσαν να δώσουν οι Έλληνες έμποροι του εξωτερικού, διοχετεύοντας το συνάλλαγμά τους για τις εισαγωγές και για την αποκατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών της Ελλάδας.
Η Ελλάδα που πλήρωνε τακτικά το δημόσιο χρέος της, ζήτησε βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών και τους πιστωτές της. Η απάντηση και από τις δύο πλευρές ήρθε άτεγκτη. Ζήτησαν άμεση και ανελλιπή πληρωμή.
Ο Βενιζέλος απάντησε πως η επιμονή τους υποβίβαζε περισσότερο την αξία της δραχμής. Και επειδή δεν ήθελε να φέρει σε ακόμα πιο δυσάρεστη θέση το κόμμα του παραιτήθηκε.
Από την άλλη, το κόμμα των Λαϊκών στην Αντιπολίτευση δεν στήριξε την κυβέρνηση. Απέρριψε κάθε πρόταση συνεργασίας, ενώ δήλωσε πως δεν θα επαναφέρει τη βασιλεία. Προετοίμασε δε την παραπομπή του Βενιζέλου στη Δικαιοσύνη ως υπαίτιου για τη χρεοκοπία.
Οι δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητές της εφόσον συνήψε μεγάλα δάνεια, όταν η Διεθνής Κοινότητα ήταν ευνοϊκή απέναντί της.
Οι Τούρκοι παραδέχονταν πως η Ελλάδα δεν κατασπατάλησε τα δάνεια αλλά έκανε έργα, αδυνατώντας, όμως, να πληρώσει τα μερίδια του χρέους. Κι ενώ δόθηκε μικρή βοήθεια στη Βουλγαρία στην Ελλάδα την αρνήθηκαν.
Και η τουρκική «Τζουμχουριέτ», θυμάμαι, έκλεινε το άρθρο της ευχόμενη ταχεία ανάρρωση από την κρίση στην Ελλάδα που διερχόταν οριακές στιγμές πτωχή, χρεοκοπημένη και ακέφαλη.
Εκείνο το πρωί, σκαντζάρισα βάρδια και με την εφημερίδα παραμάσχαλα έφυγα βολίδα για την τράπεζα. Από τις 5:00 η ώρα ξεφορτώναμε στο λιμάνι στοίβες τα κασόνια.
Ποιος άκουγε πάλι τον πατέρα μου αν δεν κατάφερνα και σήμερα να «σκοτώσω» εκείνο το πολύπαθο μενταγιόν της γιαγιάς που σώθηκε στο διωγμό κι ήταν η μόνη μας ελπίδα για να κάνουμε το γάμο της αδελφής μου όπως έπρεπε.
Πήρα και πάλι θέση στην ουρά, για τρίτη μέρα, έξω από την τράπεζα. Κόσμος και κοσμάκης μπροστά στη θυρίδα του εκτιμητή των κοσμημάτων.
Στις 9:00 η ώρα άνοιξε η θυρίδα του εκτιμητή. Με τα πολλά ήρθε η σειρά μου. Η χαρά που με πλημμύρισε μόλις έβαλα στην τσέπη τις 400 δραχμές από την πώληση του χρυσαφικού εξανεμίστηκε από ένα θλιβερό συμβάν.
Μια γυναίκα έκλαιγε, φώναζε, διαμαρτυρόταν. Είχε φέρει να πουλήσει τη βέρα της. «Αμάν! Αρρώστησε σοβαρά το παιδί μου. Πρέπει να το πάω στο Νοσοκομείο. Είναι ανάγκη να πληρώσω 100 δραχμές για να το δεχτούν. Κανείς σας δεν συγκινιέται;».
«Θα περιμένετε στη σειρά σας» της απαντούσαν.
Κι όπως έμαθα από κοινό γνωστό μας, περίμενε μέρες, περίμενε ώρες στην ουρά, ενώ το παιδί της ψηνόταν στον πυρετό κινδυνεύοντας να πεθάνει.
Κι ο επίλογος ήταν ακόμα πιο φρικτός. Όταν κατάφερε να φτάσει μπροστά στη θυρίδα έσκασε η βόμβα από τα χείλη του εκτιμητή. «Η βέρα σας κυρία είναι χάλκινη. Δεν έχει καμιά αξία».
Έφυγε μαραμένη η γυναικούλα. Δεν παραιτήθηκε, όμως. Πήγε να ζητήσει και μια δεύτερη γνώμη στα χρυσοχοεία της Θεσσαλονίκης.
Κι εκεί πληροφορήθηκε όλο ανακούφιση πως η βέρα δεν είναι χάλκινη αλλά μαλαματένια. Και πως έπιανε τις εκατό δραχμές. Πήγε να γελάσει τα χειλάκι της. «Δόξα σοι ο Θεός» ψιθύρισε.
Όχι για πολύ, δυστυχώς. «Η διαδικασία λιωσίματος της βέρας στοιχίζει όσο και η αξία της» της συμπλήρωσε ορθά κοφτά ο χρυσοχόος. Δώρον άδωρον, δηλαδή. Η γυναικούλα έβαλε κάτω το κεφάλι κι απομακρύνθηκε χλωμή και απελπισμένη. Το τι απέγινε δεν ήξερε ούτε κι ο κοινός γνωστός μας να με πληροφορήσει.
Εκείνες τις μέρες πολλά είδα, άκουσα κι έμαθα, στημένος στο γκισέ. Ο εκτιμητής, το νόμισμα των δεκαοκτώ καρατίων το έγραφε για δεκαέξι. «Για να είναι πάντα μέσα η τράπεζα και να μην χάνει» έλεγε.
Αλλά όταν οι χρυσοχόοι το δέχονταν για δεκαοκτώ καράτια θάπρεπε να είναι τρελός κανείς για να το πουλήσει δύο καράτια λιγότερο στην τράπεζα.
Το κατάστημα ήταν χωρίς διευθυντή και επικρατούσε ακαταστασία. Ο κόσμος φώναζε και κανείς δεν εύρισκε το δίκιο του. Εποχές θλιβερές….
Διαφήμιση του 1920
Ε π ί λ ο γ ο ς
Ο μπάρμπα - Γιάννης δε βρίσκεται πια στη ζωή. Από τότε, όμως, καθώς έλεγε, κάτι τον παρακίνησε κι άρχισε να μαζεύει ντούμπλες και μετέπειτα κατοχικές λίρες. Δεν σταμάτησε ποτέ να γεμίζει τον κορβανά του με χρυσά νομίσματα.
Πέρασαν αρκετές δεκαετίες. Το χρυσό του κομπόδεμα, άλλοτε έχανε την αξία του, άλλοτε εθεωρείτο παράνομο και για πολλά χρόνια βρισκόταν σε χειμερία νάρκη. Δεν το αποχωρίστηκε ποτέ ούτε και όταν καλοπάντρεψε τα τρία παιδιά του.
Στο τέλος της ζωής του, έκλεισε τα μάτια του σε ένα καινούριο τετραώροφο που έχτισε στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης, εκποιώντας ένα τενεκέ με χρυσές λίρες που είχε αρχίσει να μαζεύει από το ΄32.
Δεν ξέρουμε αν η επενδυτική του επιλογή ήταν η επικρατέστερη. Μπορεί, με διαφορετική πορεία, να πέθαινε φτωχότερος ή και πλουσιότερος. Ξέρουμε μόνο πως έφυγε ευχαριστημένος απ΄τη ζωή και πείνα δεν γνώρισε ούτε στην Κατοχή.
Με μόνη κληρονομιά την πικρή προσφυγιά, με τη δουλειά του λιμανιού και την τέχνη του καλαθιού και με μια καρδιά ανοιχτή σαν τριαντάφυλλο, μαζί μ΄ ένα δισάκι λίρες, περνώντας από ένα διωγμό, μια χρεοκοπία, ένα Παγκόσμιο πόλεμο έναν Εμφύλιο και μια χούντα κράτησε τη ζωή του ψηλά και τίμησε τις πατρίδες που αποχωρίστηκε, αφού κατάφερε και κάρφωσε στο όνομά του τη Σμύρνη των ονείρων του κι έμεινε στη μνήμη όλων με την επωνυμία ο Γιάννης ο Σμυρνιός!
http://62.1.2.133/history_of_xaa/Default.aspx
Συνέχισε λοιπόν ο Γιάννης να διηγείται:
«Τούτος ο μυστήριος Τούρκος, o Μισίρ, από το φορτηγό Dolunay, όπως λένε την Πανσέληνο στη γλώσσα τους, μου φαινόταν καλά πληροφορημένος.
Πρώτα με την «Τζουμχουριέτ», ύστερα με τη «Μιλιέτ» (Milliyet), τις μεγάλες
εφημερίδες της χώρας του με τροφοδοτούσε με ενημέρωση που στα ελληνικά ήταν απρόσιτη αφού εφημερίδα βλέπαμε στο σπίτι μόνο όταν ο μπακάλης τύλιγε την καπνιστή αυγωμένη ρέγκα, που θα συνόδευε το λιτό μεσημεριανό όλης της οικογένειας, μέσα σε κανένα απόκομμα της εφημερίδας «Μακεδονία» που κυκλοφορούσε από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων.
Με ενδιαφέρον διάβασα, λοιπόν εκεί τις φιλοβενιζελικές θέσεις του τουρκικού τύπου για την χρεοκοπία της χώρας μας το 1932. Σε πρωτοσέλιδα άρθρα και οι δύο εφημερίδες αναφέρονταν στην παραίτηση του Βενιζέλου, κρίνοντας με επαινετικά λόγια την τετραετή θητεία του.
Παραδέχονταν πως ανέπτυξε αξιοσημείωτη δραστηριότητα και πως αποκατέστησε σχέσεις ειλικρινούς φιλίας με το τουρκικό κράτος.
Απέδιδαν την πτώση της κυβέρνησής του όχι σε πολιτικά αίτια αλλά στην παγκόσμια κρίση που έπληξε και την Ελλάδα εξαιτίας της αδιαλλαξίας των πιστωτών της.
Κατέτασσαν την Ελλάδα στα εμπορικά έθνη εξηγώντας έτσι την κατάρρευσή της, δεδομένου ότι η κρίση έπληξε τις εμπορικές και παραγωγικές χώρες. Η κρίση, επομένως, στέρεψε τις πηγές αυτές και στην Ελλάδα.
Καθόσον οι εισαγωγές της υπερέβαιναν και τότε τις εξαγωγές της η χώρα κλονίστηκε περισσότερο.
Οι Τούρκοι έβλεπαν πως τη λύση των προβλημάτων μπορούσαν να δώσουν οι Έλληνες έμποροι του εξωτερικού, διοχετεύοντας το συνάλλαγμά τους για τις εισαγωγές και για την αποκατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών της Ελλάδας.
Η Ελλάδα που πλήρωνε τακτικά το δημόσιο χρέος της, ζήτησε βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών και τους πιστωτές της. Η απάντηση και από τις δύο πλευρές ήρθε άτεγκτη. Ζήτησαν άμεση και ανελλιπή πληρωμή.
Ο Βενιζέλος απάντησε πως η επιμονή τους υποβίβαζε περισσότερο την αξία της δραχμής. Και επειδή δεν ήθελε να φέρει σε ακόμα πιο δυσάρεστη θέση το κόμμα του παραιτήθηκε.
Από την άλλη, το κόμμα των Λαϊκών στην Αντιπολίτευση δεν στήριξε την κυβέρνηση. Απέρριψε κάθε πρόταση συνεργασίας, ενώ δήλωσε πως δεν θα επαναφέρει τη βασιλεία. Προετοίμασε δε την παραπομπή του Βενιζέλου στη Δικαιοσύνη ως υπαίτιου για τη χρεοκοπία.
Οι δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητές της εφόσον συνήψε μεγάλα δάνεια, όταν η Διεθνής Κοινότητα ήταν ευνοϊκή απέναντί της.
Οι Τούρκοι παραδέχονταν πως η Ελλάδα δεν κατασπατάλησε τα δάνεια αλλά έκανε έργα, αδυνατώντας, όμως, να πληρώσει τα μερίδια του χρέους. Κι ενώ δόθηκε μικρή βοήθεια στη Βουλγαρία στην Ελλάδα την αρνήθηκαν.
Και η τουρκική «Τζουμχουριέτ», θυμάμαι, έκλεινε το άρθρο της ευχόμενη ταχεία ανάρρωση από την κρίση στην Ελλάδα που διερχόταν οριακές στιγμές πτωχή, χρεοκοπημένη και ακέφαλη.
Εκείνο το πρωί, σκαντζάρισα βάρδια και με την εφημερίδα παραμάσχαλα έφυγα βολίδα για την τράπεζα. Από τις 5:00 η ώρα ξεφορτώναμε στο λιμάνι στοίβες τα κασόνια.
Ποιος άκουγε πάλι τον πατέρα μου αν δεν κατάφερνα και σήμερα να «σκοτώσω» εκείνο το πολύπαθο μενταγιόν της γιαγιάς που σώθηκε στο διωγμό κι ήταν η μόνη μας ελπίδα για να κάνουμε το γάμο της αδελφής μου όπως έπρεπε.
Πήρα και πάλι θέση στην ουρά, για τρίτη μέρα, έξω από την τράπεζα. Κόσμος και κοσμάκης μπροστά στη θυρίδα του εκτιμητή των κοσμημάτων.
Στις 9:00 η ώρα άνοιξε η θυρίδα του εκτιμητή. Με τα πολλά ήρθε η σειρά μου. Η χαρά που με πλημμύρισε μόλις έβαλα στην τσέπη τις 400 δραχμές από την πώληση του χρυσαφικού εξανεμίστηκε από ένα θλιβερό συμβάν.
Μια γυναίκα έκλαιγε, φώναζε, διαμαρτυρόταν. Είχε φέρει να πουλήσει τη βέρα της. «Αμάν! Αρρώστησε σοβαρά το παιδί μου. Πρέπει να το πάω στο Νοσοκομείο. Είναι ανάγκη να πληρώσω 100 δραχμές για να το δεχτούν. Κανείς σας δεν συγκινιέται;».
«Θα περιμένετε στη σειρά σας» της απαντούσαν.
Κι όπως έμαθα από κοινό γνωστό μας, περίμενε μέρες, περίμενε ώρες στην ουρά, ενώ το παιδί της ψηνόταν στον πυρετό κινδυνεύοντας να πεθάνει.
Κι ο επίλογος ήταν ακόμα πιο φρικτός. Όταν κατάφερε να φτάσει μπροστά στη θυρίδα έσκασε η βόμβα από τα χείλη του εκτιμητή. «Η βέρα σας κυρία είναι χάλκινη. Δεν έχει καμιά αξία».
Έφυγε μαραμένη η γυναικούλα. Δεν παραιτήθηκε, όμως. Πήγε να ζητήσει και μια δεύτερη γνώμη στα χρυσοχοεία της Θεσσαλονίκης.
Κι εκεί πληροφορήθηκε όλο ανακούφιση πως η βέρα δεν είναι χάλκινη αλλά μαλαματένια. Και πως έπιανε τις εκατό δραχμές. Πήγε να γελάσει τα χειλάκι της. «Δόξα σοι ο Θεός» ψιθύρισε.
Όχι για πολύ, δυστυχώς. «Η διαδικασία λιωσίματος της βέρας στοιχίζει όσο και η αξία της» της συμπλήρωσε ορθά κοφτά ο χρυσοχόος. Δώρον άδωρον, δηλαδή. Η γυναικούλα έβαλε κάτω το κεφάλι κι απομακρύνθηκε χλωμή και απελπισμένη. Το τι απέγινε δεν ήξερε ούτε κι ο κοινός γνωστός μας να με πληροφορήσει.
Εκείνες τις μέρες πολλά είδα, άκουσα κι έμαθα, στημένος στο γκισέ. Ο εκτιμητής, το νόμισμα των δεκαοκτώ καρατίων το έγραφε για δεκαέξι. «Για να είναι πάντα μέσα η τράπεζα και να μην χάνει» έλεγε.
Αλλά όταν οι χρυσοχόοι το δέχονταν για δεκαοκτώ καράτια θάπρεπε να είναι τρελός κανείς για να το πουλήσει δύο καράτια λιγότερο στην τράπεζα.
Το κατάστημα ήταν χωρίς διευθυντή και επικρατούσε ακαταστασία. Ο κόσμος φώναζε και κανείς δεν εύρισκε το δίκιο του. Εποχές θλιβερές….
Διαφήμιση του 1920
Ε π ί λ ο γ ο ς
Ο μπάρμπα - Γιάννης δε βρίσκεται πια στη ζωή. Από τότε, όμως, καθώς έλεγε, κάτι τον παρακίνησε κι άρχισε να μαζεύει ντούμπλες και μετέπειτα κατοχικές λίρες. Δεν σταμάτησε ποτέ να γεμίζει τον κορβανά του με χρυσά νομίσματα.
Πέρασαν αρκετές δεκαετίες. Το χρυσό του κομπόδεμα, άλλοτε έχανε την αξία του, άλλοτε εθεωρείτο παράνομο και για πολλά χρόνια βρισκόταν σε χειμερία νάρκη. Δεν το αποχωρίστηκε ποτέ ούτε και όταν καλοπάντρεψε τα τρία παιδιά του.
Στο τέλος της ζωής του, έκλεισε τα μάτια του σε ένα καινούριο τετραώροφο που έχτισε στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης, εκποιώντας ένα τενεκέ με χρυσές λίρες που είχε αρχίσει να μαζεύει από το ΄32.
Δεν ξέρουμε αν η επενδυτική του επιλογή ήταν η επικρατέστερη. Μπορεί, με διαφορετική πορεία, να πέθαινε φτωχότερος ή και πλουσιότερος. Ξέρουμε μόνο πως έφυγε ευχαριστημένος απ΄τη ζωή και πείνα δεν γνώρισε ούτε στην Κατοχή.
Με μόνη κληρονομιά την πικρή προσφυγιά, με τη δουλειά του λιμανιού και την τέχνη του καλαθιού και με μια καρδιά ανοιχτή σαν τριαντάφυλλο, μαζί μ΄ ένα δισάκι λίρες, περνώντας από ένα διωγμό, μια χρεοκοπία, ένα Παγκόσμιο πόλεμο έναν Εμφύλιο και μια χούντα κράτησε τη ζωή του ψηλά και τίμησε τις πατρίδες που αποχωρίστηκε, αφού κατάφερε και κάρφωσε στο όνομά του τη Σμύρνη των ονείρων του κι έμεινε στη μνήμη όλων με την επωνυμία ο Γιάννης ο Σμυρνιός!
http://62.1.2.133/history_of_xaa/Default.aspx
No Response to "Το ξεπούλημα των χρυσαφικών (η συνέχεια και το τέλος)"
Δημοσίευση σχολίου