Ήθελε να ζωγραφίσει πάνω στο δέρμα της.
Είχε σκεφτεί τα σχέδια και τα χρώματα που ταίριαζαν στο κάθε της κομμάτι.
Στα δάχτυλα και τα αυτιά της φιλιά, σαν παντοτινά φυλαχτά.
Στις γυμνές της γάμπες αστραπές, λευκές καταιγίδες.
Και στο εφήβαιο μια γοργόνα που τελείωνε στα πόδια της.
Γιατί πάντα την έβλεπε γοργόνα, σε τυρκουάζ νερά, μια αλλούτερη γυναίκα.
Μια νύχτα σε ένα δωμάτιο, όταν εκείνη είχε αποκοιμηθεί, τη ζωγράφισε με τα δάχτυλά του.
Από τότε κράτησε στις λερωμένες από μπογιές χούφτες του, τις στιγμές που βουτούσε μέσα της το πινέλο της ζωής.
Ο τσίγκινος κουβάς του είχε τουμπάρει.
Η σκουριά τον είχε τρυπήσει και με πατέντες χρόνια το κράταγε όρθιο. Εκεί του ‘χαν μάθει να τ’ ανακατεύει όλα, χρώματα, νέφτι, λάδι, νερό. Η ζωή – του ’λεγαν – είναι ωραία σαν πίνακας πολύχρωμος και αφαιρετικός. Δεν στα λέει όλα. Από απόσταση βλέπεις ένα σχήμα, ένα τετράγωνο σε κόκκινο χρώμα. Από μακριά θολό. Πλησιάζεις και επιλέγεις, είναι το κλουβί ή το πεδίο σου.
Της Λίνας Παπαδάκη
Μαγεύτηκα!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή